Η περίεργη ισχύς της αγοράς εργασίας της Eυρωζώνης τείνει να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο να απομακρυνθεί από τις προσδοκίες των αγορών περί επικείμενων μειώσεων στο κόστος δανεισμού. Αψηφώντας τα οικονομικά εγχειρίδια, η ανεργία μόλις υποχώρησε σε επίπεδα ναδίρ, υπό συνθήκες που φαίνεται να διαμορφώνουν την πρώτη ύφεση μετά την πανδημία στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ.
Το συνοδευτικό άλμα στους μισθούς σημαίνει ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν μπορούν με σαφήνεια να κηρύξουν το τέλος του πολέμου με τον πληθωρισμό, παρά το γεγονός ότι εξασθενεί σε επίπεδα κάτω του 3%. Από πλευράς της, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στο Νταβός ότι η άνοδος των μισθών θα μπορούσε να έχει «σοβαρό αντίκτυπο» στα σχέδια της ΕΚΤ. Οπως πολλοί από τους συναδέλφους της, θέλει κι εκείνη να «δει τα δεδομένα» για τους μισθούς το 2024 προτού μειώσει το κόστος δανεισμού. Υπάρχει ένα πρόβλημα, όμως, δεδομένου ότι αυτοί οι αριθμοί θα φθάσουν στα χέρια της την άνοιξη, πέραν της χρονικής στιγμής που οι επενδυτές υπολογίζουν ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να χαλαρώνει τη νομισματική πολιτική της.
Είναι τέτοιο το μυστήριο γύρω από την αγορά εργασίας που η ανθεκτικότητά της μπορεί να τονωθεί ακόμη περισσότερο, καθυστερώντας ενδεχομένως περαιτέρω τη μείωση των επιτοκίων. «Η κατεύθυνση είναι προς τη χαλάρωση της αγοράς εργασίας, αλλά ακόμη και στις χώρες οι οποίες έχουν πιο πολύ επηρεαστεί, όπως η Γερμανία, προκαλεί έκπληξη το ότι αυτό συμβαίνει πολύ αργά», δήλωσε ο Σέρεν Ράντε, διευθυντής ευρωπαϊκής οικονομικής έρευνας στον όμιλο διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Point72. «Είναι εύλογο ότι η αύξηση των μισθών θα εξομαλυνθεί. Ο φόβος μου είναι ότι θα διαρκέσει ακόμη περισσότερο από ό,τι προβλέπει η ΕΚΤ».
Η τράπεζα «βλέπει» φέτος την ανεργία να αυξάνεται και τα μισθολογικά κέρδη να μετριάζονται σταδιακά στο 3,3% το 2026, από 5,3% το 2023. Ορισμένα τμήματα της οικονομίας δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης, όπως ο χειμαζόμενος μεταποιητικός τομέας της Γερμανίας.
Αλλά η αβεβαιότητα είναι μεγάλη κι αυτό σημαίνει πως η ΕΚΤ πρόκειται να λάβει τις δύο πρώτες αποφάσεις του 2024 μεθαύριο Πέμπτη 25 Ιανουαρίου και στις 7 Μαρτίου, ενώ οι αγορές δίνουν δύο στις τρεις πιθανότητες η πρώτη μείωση να έλθει τον Απρίλιο.
Το πώς οι αγορές εργασίας σε όλο τον κόσμο αντέχουν τόσο καλά αποτελεί αντικείμενο πολλών εικασιών. Ενας λόγος, σύμφωνα με οικονομολόγους της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, είναι ότι οι εταιρείες απεχθάνονται να περικόπτουν το προσωπικό, φοβούμενες μήπως αντιμετωπίσουν προβλήματα προσλήψεων αργότερα. Ενας ακόμη παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα έχει να κάνει με την ελάττωση της παραγωγικότητας.
Αυτό συνέβαλε στην απότομη αύξηση του λεγόμενου κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, την οποία η ΕΚΤ τον Δεκέμβριο ξεχώρισε ως μία ακόμη μεταβλητή στο σύστημα των αυξημένων εγχώριων πιέσεων στις τιμές. Κι ενώ οι μεγάλες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς στη Γερμανία θα γίνουν πριν από το δεύτερο εξάμηνο, οι πρόσφατες συμφωνίες δείχνουν συνεχιζόμενη ανοδική πίεση.
Οι αμοιβές στη χαλυβουργία και στο Δημόσιο θα αυξηθούν περισσότερο από 5% το 2025, ενώ οι εργαζόμενοι στις κατασκευές θέλουν αύξηση 21% για τους χαμηλότερα αμειβόμενους, που αποτελούν και την πλειονότητα, σύμφωνα με το συνδικάτο IG Bau. Τέλος, η Bundesbank προβλέπει μόνο 3%, περίπου, αύξηση των μισθών κατόπιν διαπραγματεύσεων το 2025, ενώ ο πρόεδρός της Γιόαχιμ Νάγκελ έχει περιγράψει τους μισθούς ως «τον μεγάλο άγνωστο».