Τριακόσιες ογδόντα λιγότερες εκμεταλλεύσεις παραγωγής γάλακτος στη Θεσσαλία –αιγοπρόβειου και αγελαδινού– παρέδωσαν το προϊόν τους μέσα στο 2023, καθώς πολλές από αυτές είτε καταστράφηκαν ολοσχερώς μετά το πέρασμα του «Daniel» στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου είτε ακριβώς λόγω ζημιών από την κακοκαιρία, ακόμη κι αν δεν είχαν απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο, υπέστησαν ζημιές στις εγκαταστάσεις τους, αποθέματα ζωοτροφών χάθηκαν στις λάσπες και τα ζώα εμφάνισαν στη συνέχεια ασθένειες. Οι ακριβείς μάλιστα επιπτώσεις της κακοκαιρίας στην παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων ακόμη δεν μπορούν να υπολογιστούν, καθώς, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί και τα στελέχη του εν λόγω κλάδου, θα πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η τρέχουσα γαλακτοκομική περίοδος. Το πλήγμα αναμένεται να είναι μεγάλο πρωτίστως για τη Θεσσαλία, αλλά και συνολικά για τη χώρα, δεδομένου ότι στη Θεσσαλία παράγεται πάνω από το 1/5 της συνολικής παραγωγής αιγοπρόβειου γάλακτος και το 50% του τυριού φέτα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, τα οποία παρουσίασε χθες στη διάρκεια συνεδρίου για τα γαλακτοκομικά προϊόντα ο Ευστ. Νικολάου, γενικός διευθυντής Διασφάλισης Ποιότητας και Ανταγωνιστικότητας Αγροτικών Προϊόντων του οργανισμού, οι εκμεταλλεύσεις στη Θεσσαλία με παραδόσεις πρόβειου γάλακτος υποχώρησαν το 2023 σε 4.845 από 5.096 το 2022, οι εκμεταλλεύσεις με παραδόσεις γίδινου γάλακτος ήταν το 2023 1.501 από 1.619 το 2022, ενώ οι εκμεταλλεύσεις στη Θεσσαλία με παραδόσεις αγελαδινού γάλακτος ήταν 206 το 2023 από 217 το 2022. Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων με παραδόσεις γάλακτος στη Θεσσαλία διαμορφώθηκε το 2023 σε 6.552 από 6.932 το 2022.
Στη Θεσσαλία παράγεται πάνω από το 1/5 της συνολικής παραγωγής αιγοπρόβειου γάλακτος και το 50% του τυριού φέτα.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις τελευταίες καταγραφές, οι απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο ήταν 483.000 ζώα, εκ των οποίων τα 84.148 ήταν αιγοπρόβατα και 7.375 αγελάδες. Μια μικρή γεύση των επιπτώσεων στην παραγωγή γάλακτος και τυριών έδωσε χθες ο Κώστας Κουτσοδήμος, διευθυντής ζώνης γάλακτος της «Ελληνικά Γαλακτοκομεία», το εργοστάσιο της οποίας στα Τρίκαλα (πρόκειται για τη μονάδα της ΤΥΡΑΣ) υπέστη σημαντικές ζημιές και δεν λειτούργησε για πάνω από δύο εβδομάδες, ενώ το εργοστάσιο γάλακτος στη Λάρισα ήταν δύσκολο να προσεγγιστεί λόγω των προβλημάτων που προκάλεσε η κακοκαιρία στο οδικό δίκτυο. «Η μείωση των παραδόσεων στην εταιρεία ήταν μεγαλύτερη από 2 εκατ. κιλά κατά την τρέχουσα γαλακτοκομική περίοδο», τόνισε ο κ. Κουτσοδήμος, εκτιμώντας ότι συνολικά θα είναι μειωμένη η παραγωγή γάλακτος την επόμενη περίοδο.
Το πόσο αυτό θα επηρεάσει την τοπική και την εθνική οικονομία –χωρίς να συνυπολογιστούν οι συνέπειες της καταστροφικής κακοκαιρίας στους υπόλοιπους κλάδους της ζωικής και φυτικής παραγωγής– φαίνεται από τα στοιχεία της συμβολής της περιοχής το 2022, μια χρονιά δηλαδή πριν από την κακοκαιρία «Daniel». Από τους 144.170 τόνους φέτας που παράγει συνολικά η Ελλάδα, οι 71.500 τόνοι, περίπου δηλαδή το 49,5% του συνόλου, παράγεται στην περιοχή της Θεσσαλίας. Στην ίδια περιοχή παρήχθησαν το 2022 84.940 τόνοι από τους συνολικά 182.380 τόνους μαλακών τυριών της Ελλάδας, ποσοστό δηλαδή περίπου 43%. Πολύ μικρή, αντιθέτως, είναι η συνεισφορά της περιοχής στην παραγωγή σκληρών και ημίσκληρων τυριών, περίπου 0,09% της συνολικής παραγωγής της Ελλάδας.
Η ακρίβεια μείωσε την κατανάλωση βιολογικού γάλακτος
Η εποχή που οι καταναλωτές στην Ελλάδα προτιμούσαν τα ελληνικά τρόφιμα και δη τα γαλακτοκομικά, είτε διότι θεωρούσαν ότι είναι ανώτερης ποιότητας είτε για να στηρίξουν την ελληνική παραγωγή –φαινόμενο που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και χαρακτηρίστηκε ως οικονομικός πατριωτισμός–, φαίνεται ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η πληθωριστική κρίση διαρκείας οδηγεί τους καταναλωτές στις πιο φθηνές επιλογές, με συνέπεια να δίνουν λιγότερο βάρος συνολικά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τροφίμων.
Σύμφωνα με στοιχεία της NielsenIQ, που παρουσίασε χθες σε συνέδριο για τον κλάδο της γαλακτοκομίας η Εφη Γιαννακοπούλου, αν και το 2020 και το 2021 το 60% των καταναλωτών δήλωνε ότι όταν αγοράζει τρόφιμα επιλέγει αυτά να είναι ελληνικής προέλευσης, το 2022 το αντίστοιχο ποσοστό είχε περιοριστεί στο 43%.
Στη διάρκεια του 2023 οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 10,9%, στα 20,4 εκατ. ευρώ.
Επίσης, ολοένα και περισσότεροι γυρίζουν την πλάτη στα βιολογικά προϊόντα, καθώς σε συνθήκες περιορισμένου εισοδήματος η επιλογή τους δεν θεωρείται καθόλου συμφέρουσα. Ετσι, αν και το 2020 το 52% δήλωνε ότι εξέταζε εάν ένα προϊόν είναι βιολογικό – οικολογικό ή γενικώς ότι έχει παραχθεί με σεβασμό στο περιβάλλον, δύο χρόνια μετά το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πλέον 43%.
Το παραπάνω αποτυπώνεται και στα μερίδια αγοράς του βιολογικού γάλακτος, τα οποία στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει αισθητά. Αν και το 2021 οι πωλήσεις βιολογικού γάλακτος ανέρχονταν σε 24,5 εκατ. ευρώ, το 2022 υποχώρησαν στα 22 εκατ. ευρώ και το 2023 υποχώρησαν εκ νέου στα 20,4 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας απώλειες της τάξης του 10,9%. Οι τιμές του βιολογικού γάλακτος είναι κατά 67% υψηλότερες από αυτές του συνόλου της κατηγορίας, ενώ του βιολογικού γιαουρτιού κατά 82% υψηλότερες από αυτές του συνόλου της κατηγορίας.
Υποχώρηση, βεβαίως, σημείωσαν συνολικά οι πωλήσεις του γάλακτος, αν και σχετικά μικρή σε σύγκριση με τη μεγάλη αύξηση των τιμών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, ο όγκος πωλήσεων του γάλακτος υποχώρησε το 2023 κατά 2,1%, με τις τιμές να αυξάνονται κατά 7,9%. Από την άλλη, στο γιαούρτι, κατηγορία της οποίας οι πωλήσεις είχαν πληγεί σημαντικά το 2022, καταγράφηκε αύξηση του όγκου πωλήσεων το 2023 κατά 4,7%, με τις τιμές να αυξάνονται κατά 8,7%. Στα τυριά, τέλος, η ζήτηση το 2023 παρέμεινε σχεδόν στα ίδια επίπεδα.