Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings: 1) η ισχυρή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και η βαθύτερη δημοσιονομική εξυγίανση, 2) η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και 3) οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τις επενδύσεις.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα story που σιγά σιγά «παλιώνει» για την Ελλάδα και στο προσκήνιο βρίσκεται πλέον το πώς θα καταφέρει η χώρα να προχωρήσει κι άλλο στη σκάλα της αξιολόγησης των διεθνών οίκων. Αλλωστε η βαθμολογία της αυτή τη στιγμή παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωζώνη και βρίσκεται στην κατώτερη βαθμίδα του investment grade. Αυτό ακριβώς το ζήτημα αναλύει ο οίκος που ήταν ο πρώτος που έδωσε το «ορόσημο» αυτό στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2023 και πιθανότατα θα είναι ο πρώτος που θα κάνει και την επόμενη κίνηση.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει ο επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings για την Ελλάδα, Ντένις Σεν, για την περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας απαιτούνται, πρώτον, ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και συνεχής δημοσιονομική εξυγίανση. Αυτές θα διασφαλίσουν τη σημαντική περαιτέρω μείωση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ. Παρόλο που ο δείκτης έχει ήδη υποχωρήσει σε επίπεδα πριν από την COVID-19 –που υπολογίζεται στο 160,3% του ΑΕΠ στο τέλος 2023– και φαίνεται να συγκλίνει με αυτόν της Ιταλίας, εντούτοις παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη. Η κυβέρνηση πρέπει συνεπώς να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις και να διατηρήσει τη συνετή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών για να εξασφαλίσει περαιτέρω σταθερή μείωση του χρέους.
Δεύτερον, η περαιτέρω πρόοδος στην ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι απαραίτητη, κατά τον κ. Σεν. Τα χρηματοοικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πρόσφατα επέστρεψαν στην κερδοφορία. Οι ελληνικές τράπεζες είχαν απόδοση ιδίων κεφαλαίων 12,9% τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 και η Scope αναμένει πως αυτή η τροχιά θα συνεχιστεί βοηθούμενη από τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια και τη μείωση των προβλέψεων για ζημίες από δάνεια.
Οι τράπεζες έχουν επίσης προχωρήσει στην εκκαθάριση των ισολογισμών τους, αν και εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους μέσους όρους της Ε.Ε. όσον αφορά τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα NPLs μειώθηκαν στο 7,9% τον Σεπτέμβριο του 2023, από περισσότερο από 49% στα μέσα του 2017, χάρη και στο πρόγραμμα «Ηρακλής», το οποίο αναμένεται να ισχύει τουλάχιστον έως το τέλος του 2024.
Η Scope αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα σημειώνουν πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους για να κλείσουν περαιτέρω το χάσμα με την Ε.Ε., ωστόσο επισημαίνει πως τα NPLs ενδέχεται να αυξηθούν ξανά στο μέλλον λόγω της επίδρασης των υψηλότερων επιτοκίων στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών.
Επιπλέον, το αυξημένο μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στο συνολικό κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα, υπογραμμίζει ο κ. Σεν. Τα DTCs μειώθηκαν οριακά μόνο, στο 51% των εποπτικών κεφαλαίων τους με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου του 2023, από 52% στο τέλος του 2022. Ωστόσο, η Scope εκτιμά πως τα αυξανόμενα λειτουργικά κέρδη θα βοηθήσουν τις τράπεζες να συσσωρεύσουν αποθεματικά και να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Τέλος, η κυβέρνηση πρέπει να «κυνηγήσει» τις περαιτέρω διαρθρωτικές βελτιώσεις της οικονομίας, όπως ο περιορισμός των κινδύνων του εξωτερικού τομέα, η εξασφάλιση υψηλότερων ρυθμών μεσοπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης ή/και η ενίσχυση της μακροοικονομικής βιωσιμότητας. Η Ελλάδα έχει σημαντικά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και πολύ αδύναμη διεθνή επενδυτική θέση, όπως τονίζει ο οίκος.
Το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας παραμένει αδύναμο, γύρω στο 1%, παρά τη συνεχιζόμενη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις. Οι περιορισμοί περιλαμβάνουν τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, καθώς και την αδύναμη και άνιση αύξηση της παραγωγικότητας σε όλες τις περιφέρειες λόγω των χρόνιων υποεπενδύσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και της έλλειψης δυναμισμού του επιχειρηματικού τομέα, όπως επισημαίνει ο κ. Σεν.