Οι κίνδυνοι που απορρέουν από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη νομισματική πολιτική και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναδύονται ανάγλυφα από έκθεση του ΔΝΤ για το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και για την ανατομία της κρίσης που το κλόνισε πριν από ένα έτος. Oπως σχολιάζει το ΔΝΤ με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την κρίση, η ακολουθία πτωχεύσεων αμερικανικών τραπεζών τον Μάρτιο του 2023, όταν η Silicon Valley Bank (SVB), 16η τράπεζα της υπερδύναμης, κατέρρευσε σε λίγες ημέρες και την ακολούθησαν άμεσα η Signature Bank (SBNY) και η First Republic Bank (FRB), ήταν η μεγαλύτερη μετά την πτώση των αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών το 2008 και τη συνεπακόλουθη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Την προκάλεσε η απότομη μείωση των καταθέσεων στα ταμεία των τραπεζών σε συνδυασμό με την υποτίμηση της αξίας των τίτλων στα χαρτοφυλάκιά τους, αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της δραματικής αύξησης των επιτοκίων. Ενέσπειρε ανησυχία για την ευρωστία του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος και την τύχη αντίστοιχων τραπεζών και αποτέλεσε οδυνηρή υπενθύμιση του πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η συσσώρευση προβλημάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών, όταν αυτά συνδυαστούν με αρνητικές εξελίξεις στα επίπεδα των επιτοκίων και της ρευστότητας αλλά και με αναποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.
Οπως εξηγεί το ΔΝΤ, η συγκεκριμένη κρίση κατέδειξε πόσο απροετοίμαστες ήταν ορισμένες τράπεζες για την αύξηση των επιτοκίων μετά μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλού κόστους του δανεισμού. Και ιδιαιτέρως επειδή μεσολάβησε η εκτόξευση των επιτοκίων από τον Μάρτιο του 2022 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, που ήταν και η πλέον επιθετική στροφή της Federal Reserve σε περιοριστική νομισματική πολιτική μετά τη δεκαετία του 1980. Η κρίση υπαγόρευσε την παρέμβαση των αμερικανικών αρχών που, προκειμένου να αποφευχθεί μια μετάδοση της κρίσης ικανή να απειλήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θέσπισαν νέα ταμεία για τη χρηματοδότηση των τραπεζών με ευνοϊκούς όρους.
Εξακολουθεί να επικρατεί ανησυχία για όσες τράπεζες έχουν μεγάλο όγκο ζημιών λόγω της απότομης αύξησης των επιτοκίων.
Οπως εξηγεί το ΔΝΤ, η άνευ προηγουμένου στήριξη που είχαν προσφέρει οι Αρχές στην οικονομία για να τη θωρακίσουν έναντι της ύφεσης της πανδημίας αλλά και η ουσιαστικά αναγκαστική αποταμίευση του πληθυσμού στη διάρκεια των lockdowns είχε οδηγήσει στη συσσώρευση μεγάλου όγκου καταθέσεων. Το α΄ τρίμηνο του 2020 κατεγράφη η μεγαλύτερη αύξηση καταθέσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στα τέλη του 2021 οι καταθέσεις στις αμερικανικές τράπεζες είχαν φτάσει στα 18,9 τρισ. δολ. και ήταν κατά 39% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Οι τράπεζες είχαν επενδύσει αυτές τις καταθέσεις σε μακροπρόθεσμους τίτλους, που είναι όμως επισφαλείς επενδύσεις σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών στα επίπεδα των επιτοκίων, καθώς αυτές επιφέρουν αντίστοιχες μεταβολές στην αξία τους.
Καθώς η Federal Reserve ανέβασε το ύψος των επιτοκίων, αυξανόταν και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, όπως και οι αποδόσεις των τίτλων που διατηρούσαν στα χαρτοφυλάκιά τους, με αποτέλεσμα την πτώση της αξίας τους. Οι τράπεζες συσσώρευσαν, έτσι, μεγάλες ζημίες που συγκαλύπτονταν χάρη στο μεγάλο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι την ωρίμανση των υποτιμημένων πλέον τίτλων στα χαρτοφυλάκιά τους. Παράλληλα όμως μειώνονταν οι καταθέσεις μέσα στο 2022 και μέσα στο α΄ τρίμηνο του περασμένου έτους πολλές τράπεζες κατέγραψαν εκροές καταθέσεων μεγαλύτερες του 5% του συνόλου.
Η πτώχευση της SVB τον Μάρτιο του περασμένου έτους λειτούργησε ως καταλύτης, φέρνοντας στην επιφάνεια διαρθρωτικές αδυναμίες στο επιχειρηματικό μοντέλο πολλών αμερικανικών τραπεζών. Ακολούθησε η συνήθης εξέλιξη του αυτοεκπληρούμενου φόβου των καταθετών και οι μαζικές αναλήψεις που «στέγνωσαν» τα ταμεία των τραπεζών και τροφοδότησαν περαιτέρω την ανησυχία των επενδυτών. Ιδιαιτερότητα της περυσινής κρίσης των αμερικανικών τραπεζών ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, όπως η πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες στο κινητό τηλέφωνο, το γνωστό mobile banking, και η ραγδαία μετάδοση πληροφοριών, καθώς επιτάχυναν τις μαζικές αναλήψεις καταθέσεων. Η κατάρρευση της SVB κατέδειξε πως ακόμη και μια συστημικά σημαντική τράπεζα χωρίς διεθνή παρουσία μπορεί να απειλήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ έχουν ανακάμψει σημαντικά μετά την κρίση του περασμένου έτους, αλλά το ΔΝΤ διαπιστώνει πως πολλά από τα προβλήματα παραμένουν, ενώ οι ευμετάβλητες προσδοκίες της αγοράς για μείωση των επιτοκίων και οι ζημίες που ανακοίνωσε μεγάλη αμερικανική τράπεζα με σημαντική έκθεση σε επαγγελματικά ακίνητα εξακολουθεί να κλονίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Oπως τονίζει το Ταμείο, εξακολουθεί να επικρατεί ανησυχία για όσες τράπεζες έχουν μεγάλο όγκο ζημιών οφειλόμενων στην απότομη αύξηση των επιτοκίων και πιθανώς επισφαλούς ρευστότητας εξαιτίας των πολλών ανασφάλιστων καταθέσεων στα ταμεία τους.