Η συζήτηση γύρω από τη φορολόγηση των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη φουντώνει και πάλι, αφότου ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι θα επιβάλει έναν νέο «φόρο δισεκατομμυριούχων» εάν επανεκλεγεί τον Νοέμβριο.
Αναλύοντας τις δημοσιονομικές του προτάσεις, ο Μπάιντεν επανέλαβε τα σχέδιά του για την επιβολή φόρου 25% στους Αμερικανούς που έχουν πλούτο άνω των 100 εκατ. δολαρίων.
«Κανένας δισεκατομμυριούχος δεν θα πρέπει να πληρώνει χαμηλότερο φόρο από έναν δάσκαλο, έναν εργαζόμενο της καθαριότητας, έναν νοσοκόμο», είπε, σύμφωνα με το CNBC.
Τα σχέδια του Μπάιντεν φέρνουν ξανά στην επιφάνεια μία συζήτηση που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, την ώρα που κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο αναζητούν τρόπους να κλείσουν τις «τρύπες» στα δημόσια οικονομικά τους και να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ανισότητες.
Τον περασμένο μήνα, οι υπουργοί Οικονομικών του G20 δήλωσαν στη Βραζιλία ότι εξετάζουν σχέδια για έναν ελάχιστο παγκόσμιο φόρο στους 3.000 δισεκατομμυριούχους του πλανήτη, για να διασφαλίσουν ότι αυτό το 0,1% του παγκόσμιου πληθυσμού, που ωστόσο εμφανίζει πολύ μεγάλη κινητικότητα, πληρώνει το μερίδιο που του αναλογεί στην κοινωνία.
Μάλιστα κάποιοι από τους πιο πλούσιους του κόσμου στηρίζουν αυτές τις ιδέες. Στις αρχές του 2024, μια ομάδα που ονομάζεται «Πατριώτες Εκατομμυριούχοι», υπέγραψε μία ανοικτή επιστολή προς τους διεθνείς ηγέτες, ζητώντας υψηλότερους φόρους για όσους έχουν μεγάλη περιουσία. Ανάμεσα στα μέλη της ομάδας είναι η κληρονόμος της Disney, Αμπιγκέιλ Ντίσνεϊ, και ο σταρ του «Succession», Μπράιαν Κοξ.
Ομως, οι ειδικοί εμφανίζονται διχασμένοι ως προς την αποτελεσματικότητα ενός φόρου στους πλουσίους.
Ο λεγόμενος «wealth tax» επιβάλλεται πάνω στα περιουσιακά στοιχεία ενός εύπορου προσώπου ή νοικοκυριού, όπως για παράδειγμα στα μετρητά, τα ακίνητα, τα αυτοκίνητα, τα κοσμήματα και άλλα πολύτιμα είδη.
Σε αντίθεση με τον φόρο εισοδήματος και τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, ο φόρος του πλούτου στοχεύει στην περιουσία ενός προσώπου συνολικά.
Αυτού του είδους οι φόροι ήταν συνηθισμένοι παλαιότερα στην Ευρώπη, αλλά η επιβολή τους ατόνησε με την έλευση του 21ου αιώνα, εν μέσω αμφιβολιών για την αποτελεσματικότητά τους αλλά και μιας γενικότερης τάσης μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα υψηλότερα εισοδήματα.
Σύμφωνα με το CNBC, ανάμεσα στις λιγοστές χώρες που εφαρμόζουν σήμερα έναν φόρο πλούτου είναι η Ελβετία, η Νορβηγία και η Ισπανία.
Πάντως η σκέψη αυτή πέφτει στο τραπέζι σε περισσότερες χώρες, με την Κολομβία να υιοθετεί έναν wealth tax το 2022 και τη Σκωτία να εξετάζει ανάλογες προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ακόμα και οι πιο καλά σχεδιασμένοι φόροι πλούτου είναι δύσκολο να επιβληθούν στην πράξη, εν μέσω ερωτήσεων γύρω από το ποια περιουσιακά στοιχεία πρέπει να φορολογηθούν και ποιος είναι υπεύθυνος για να εκτιμήσει την αξία τους.
Οι επικριτές τέτοιων πρωτοβουλιών επισημαίνουν ότι οι πλούσιοι είναι πολύ κινητικοί και δεν διστάζουν να μετακομίσουν σε κάποιο φορολογικό παράδεισο, εάν μπουν στο στόχαστρο της εφορίας. Οταν το 2022 η Νορβηγία αύξησε τον φόρο πλούτου για τους κατοίκους της με περιουσία άνω των 20 εκατ. κορωνών (1,8 εκατ. δολαρίων), πολλοί βρήκαν καταφύγιο στην Ελβετία.
Κάποιοι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα χρήματα που φέρνει στα κρατικά ταμεία ένας τέτοιος φόρος είναι περιορισμένα, όμως το κόστος αυτής της πολιτικής μπορεί να είναι σημαντικό, χωρίς να επιτυγχάνεται κάποια ουσιαστική αναδιανομή πλούτου.
Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομικές ανισότητες έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού να κερδίζει τα δύο τρίτα του νέου πλούτου που δημιουργήθηκε από το 2020, σύμφωνα με την Oxfam.
Το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει τώρα μόλις το 2% του συνολικού πλούτου.
Με βάση την πρόταση του Μπάιντεν, ένας φόρος 25% σε όσους έχουν πάνω από 100 εκατ. δολάρια θα έφερνε έσοδα 500 δισ. δολαρίων τα επόμενα 10 χρόνια.