Μερίσματα περίπου 840 εκατ. ευρώ θα διανείμουν φέτος οι τέσσερις συστημικές τράπεζες σε σύνολο 3,6 δισ. ευρώ που ήταν τα καθαρά κέρδη της προηγούμενης χρήσης. Η μερισματική πολιτική για το 2024 προβλέπει –εφόσον εγκριθεί και από τον επόπτη– τη διανομή μερίσματος από 10% έως 30% –ανάλογα με την τράπεζα– επί των κερδών του 2023, ενώ η υψηλή κερδοφορία, που προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια, θέτει τις βάσεις για αύξηση του μερίσματος έως και 50% κατά την προσεχή 3ετία.
Την «πρωτοκαθεδρία» στο ύψος του διανεμόμενου μερίσματος διεκδικεί η Eurobank με περίπου 335 εκατ. ευρώ προς διανομή (25% επί των κερδών), ενώ πάνω από 300 εκατ. ευρώ αναμένεται να διανείμει και η Εθνική Τράπεζα (25%-30% των κερδών), ακολουθούμενη από την Alpha Bank, που θα διανείμει 122 εκατ. ευρώ (20% επί των κερδών) και την Τράπεζα Πειραιώς με άλλα 80 εκατ. ευρώ (10% επί των κερδών).
Η «επιστροφή» των μετόχων για πρώτη φορά ύστερα από 15 χρόνια θεωρείται ότι γίνεται σε στέρεες βάσεις, καθώς η «φιλόδοξη» μερισματική πολιτική για τα επόμενα χρόνια υποστηρίζεται από τη βιωσιμότητα των τραπεζικών εσόδων, που με τη σειρά της δημιουργεί το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων σε συνδυασμό με την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων δείχνει ότι τα συνολικά έσοδα του 2023, που αυξήθηκαν κατά 10% ετησίως στα 10,4 δισ. ευρώ, βασίστηκαν στα υψηλά καθαρά έσοδα από τόκους, που ενισχύθηκαν κατά 51%, ενώ μικρή ήταν η συμμετοχή των χρηματοοικονομικών εσόδων, που αποτελούσαν τη βασική πηγή κερδοφορίας τα προηγούμενα χρόνια. Σε μικρότερο βαθμό, αλλά ενισχυτικά της κερδοφορίας, συνέβαλαν τα έσοδα από προμήθειες που συνεισέφεραν το 17% των συνολικών εσόδων. Ετσι, τα καθαρά έσοδα από τόκους ανήλθαν σε 8,1 δισ. ευρώ και τα έσοδα από προμήθειες σε 1,8 δισ. ευρώ, αθροίζοντας οργανικά έσοδα 9,9 δισ. ευρώ.
Η εκτίναξη των καθαρών επιτοκιακών εσόδων δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς τη «στήριξη» των καταθετών, που εν μέσω υψηλού πληθωρισμού είδαν την απόδοση των καταθέσεων να γίνεται αρνητική, συντηρώντας σε «πρωτοφανή υψηλά επίπεδα» –όπως επισήμανε στη μελέτη που δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα το ΚΕΠΕ– τη διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου των ελληνικών τραπεζών, που «ξεπερνάει κατά πολύ τη μέση τιμή της Ευρωζώνης». Ασκώντας σκληρή κριτική, το ΚΕΠΕ έκανε λόγο για «πληθωρισμό τραπεζικής απληστίας» και για ασύμμετρα αντανακλαστικά των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς ενώ τα επιτόκια των δανείων αυξήθηκαν αμέσως, τα αντίστοιχα των καταθέσεων παρέμειναν αρχικά αμετάβλητα και στη συνέχεια αυξήθηκαν ισχνά, με συνέπεια το περιθώριο επιτοκίου –δηλαδή η διαφορά μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και καταθέσεων– να «σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο».
Οι στόχοι
Οι εκτιμήσεις των τραπεζών συντηρούν τα επίπεδα των επιτοκιακών εσόδων τα προσεχή χρόνια, παρά την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης των καταθέσεων. Με βάση τα επιχειρησιακά σχέδια που ανακοίνωσαν οι συστημικές τράπεζες, η Alpha Bank προβλέπει μικρή υποχώρηση των επιτοκιακών εσόδων το 2024 από το 1,6 δισ. ευρώ το 2023 και ανάκαμψη την προσεχή διετία, η Eurobank δίνει στόχο αύξηση των επιτοκιακών εσόδων στα 2,3 δισ. ευρώ και 2,4 δισ. ευρώ την επόμενη διετία, η Τράπεζα Πειραιώς προβλέπει οριακή υποχώρηση στο 1,9 δισ. ευρώ (από 2 δισ. ευρώ το 2023) και 1,8 δισ. ευρώ για τη διετία 2025-2026, με παράλληλη πιστωτική επέκταση 5%, ενώ η Εθνική Τράπεζα προβλέπει διατήρηση της δυναμικής των επιτοκιακών εσόδων μέσω πιστωτικής επέκτασης 7% ετησίως τα προσεχή χρόνια.
Η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να ενισχύεται και στο τέλος του 2023 ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης –CET1– ανήλθε στο 15,6%, ενώ ο μέσος δείκτης συνολικών κεφαλαίων ανήλθε στο 19%, από 14% και 17% αντίστοιχα στο τέλος του 2022. Οπως επισήμανε σε έκθεσή της η DBRS, «το επίπεδο κεφαλαιακών δεικτών εξασφαλίζει επαρκή μέσα αποθέματα ασφαλείας περίπου 560 και 430 μονάδες βάσης αντίστοιχα για το CET1 και τον συνολικό κεφαλαιακό δείκτη πάνω από τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις, μετά τον συνυπολογισμό μερισμάτων που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενσωματώσει στις προβλέψεις τους».
Ωστόσο, όπως σημειώνει η DBRS, «η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) να αντιπροσωπεύουν περίπου το 56% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος του 2023, αν και μειωμένες από το 63% ένα χρόνο νωρίτερα.