Εισροές 10 δισ. στα ομόλογα από την αναβάθμιση της Fitch Ratings

Εισροές 10 δισ. στα ομόλογα από την αναβάθμιση της Fitch Ratings

Λόγω ένταξης των ελληνικών τίτλων στους δείκτες διεθνών επενδυτικών οίκων

5' 37" χρόνος ανάγνωσης

Σε «επιβεβαιωμένες» εισροές ύψους 8-10 δισ. ευρώ έχει οδηγήσει η τελευταία αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα από τη Fitch τον περασμένο Δεκέμβριο, καθώς ήταν και αυτή που καθόρισε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους διεθνείς δείκτες στις αρχές του τρέχοντος έτους. Σε περίπτωση που η Moody’s προχωρούσε σε κίνηση-έκπληξη κατά την τελευταία αξιολόγησή της στις 15 Μαρτίου και έδινε και αυτή την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, τότε οι εισροές σε διάστημα λίγων μηνών θα διπλασιάζονταν, φθάνοντας έως και τα 20 δισ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις.

Ωστόσο, όσον αφορά το ελληνικό Δημόσιο, το γεγονός ότι η Moody’s δεν έχει δώσει ακόμη το investment grade –κάτι που θεωρείται πιο πιθανό να γίνει το 2025 παρά φέτος, καθώς μόλις πριν από λίγους μήνες προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση και έδωσε «σταθερές» προοπτικές στην Ελλάδα– δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην αρνητική είδηση για τα ομόλογα.

Οι αγορές από την ΕΚΤ

Και αυτό γιατί, εκτός του ότι η Ελλάδα έχει πλέον μέση βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας, απολαμβάνει ήδη αρκετές εισροές οι οποίες, σε συνδυασμό με τα ομόλογα που συνεχίζει να αγοράζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP, καλύπτουν πλήρως την εκδοτική δραστηριότητα του 2024. Αντιθέτως, καθώς το 2025 δεν θα υπάρχει πλέον η στήριξη των αγορών ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, οι εισροές και οι νέοι επενδυτές που θα φέρει η επενδυτική βαθμίδα της Moody’s θα είναι σαφώς πιο «χρήσιμα» τότε.

Ειδικότερα, στόχος του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είναι η άντληση έως 10 δισ. ευρώ φέτος από τις αγορές, ενώ έχουν ήδη αντληθεί 5,15 δισ. ευρώ, δηλαδή έχει καλυφθεί πριν από τη λήξη του πρώτου τριμήνου το 51,15% της εκδοτικής δραστηριότητας του έτους. Οι αγορές της ΕΚΤ μέσω των επανεπενδύσεων του PEPP, οι οποίες και θα σταματήσουν τον Δεκέμβριο, υπολογίζονται στα 6-7 δισ. ευρώ φέτος. Εάν αυτά προστεθούν στις εισροές στα ομόλογα λόγω της επενδυτικής βαθμίδας, είναι σαφές πως η δανειακή δραστηριότητα του ελληνικού Δημοσίου για φέτος έχει καλυφθεί.

Οσον αφορά τα επόμενα βήματα του ΟΔΔΗΧ, στόχος είναι η συνέχιση του «εγχειρήματος» της βελτιστοποίησης της ελληνικής αγοράς ομολόγων, με την επικέντρωση περισσότερο στην ενίσχυση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά μέσω επανεκδόσεων, παρά σε κινήσεις στην πρωτογενή αγορά με εκδόσεις νέων τίτλων.

Επειτα από το νέο 10ετές τον Ιανουάριο που αντλήθηκαν 4 δισ. ευρώ και το 1 δισ. ευρώ περίπου που έχει αντληθεί από τις δημοπρασίες επανέκδοσης ομολόγων, ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει να αντλήσει περίπου 3 δισ. ευρώ περαιτέρω από νέες δημοπρασίες έως το τέλος του έτους (ένα reopening κάθε μήνα πλην Αυγούστου και Δεκεμβρίου), με 2 δισ. ευρώ (τουλάχιστον) να απομένουν έτσι να αντληθούν μέσω της έκδοσης ενός νέου τίτλου.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η επόμενη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με νέο ομόλογο είναι πιθανή ακόμη και τον Απρίλιο (η Société Générale εκτιμά ότι θα εκδοθεί νέο 5ετές ομόλογο), ωστόσο το βέβαιο είναι ότι θα γίνει έως τον Ιούνιο και πριν ξεκινήσουν οι μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ και ο αστάθμητος παράγοντας που ονομάζεται προεδρικές εκλογές ΗΠΑ τον Νοέμβριο κάνει αβέβαιη μια κίνηση στο β΄ εξάμηνο.

Η επόμενη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με νέο ομόλογο είναι πιθανή ακόμη και τον Απρίλιο.

Οπως γίνεται σαφές, βασικό στοιχείο της εκδοτικής δραστηριότητας φέτος είναι οι επανεκδόσεις υφιστάμενων ομολόγων, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει ξεκινήσει ένα σταθερό πρόγραμμα reopening εδώ και ένα χρόνο περίπου. Ο λόγος είναι πως οι νέοι επενδυτές που φέρνει η επενδυτική βαθμίδα θέλουν να δουν μια αγορά που μοιάζει με φυσιολογική. Σε μια τέτοια αγορά, «κανόνας» είναι ότι το μέγεθος των «benchmark» ομολόγων είναι τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ. Ο ΟΔΔΗΧ, κοιτάζοντας ποιοι τίτλοι έχουν ζήτηση, προχωράει σε «άνοιγμα» των εκδόσεών τους, αυξάνοντας έτσι το μέγεθος και τη ρευστότητά τους και διαμορφώνοντας την τιμολόγησή τους σε πιο «λογικά» επίπεδα.

Για παράδειγμα, το 5ετές που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2023 με αρχικό μέγεθος 2,5 δισ. ευρώ, έπειτα από τις επανεκδόσεις που έχουν γίνει έχει αυξηθεί στα 3,85 δισ. ευρώ. Ενας άλλος «δημοφιλής» τίτλος είναι το 10ετές που εκδόθηκε το 2023, ύψους 3,5 δισ. ευρώ. Επειτα από τα reopenings έχει αυξηθεί στα 4,9 δισ. ευρώ, αγγίζοντας έτσι το μέγεθος ενός «κανονικού» τίτλου χώρας με επενδυτική βαθμίδα. Οπως έχει δηλώσει και ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας, «το πιο δύσκολο έργο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι πώς να παρέχουμε προσφορά τίτλων και πώς να βελτιώσουμε τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα είναι πολύ μικρές για μεγάλο χρονικό διάστημα». Για τα επόμενα 50 χρόνια, σε μέσο όρο, οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Ελλάδας θα κινούνται στο 5,8% του ΑΕΠ.

Από το 2025 η Moody’s

Η Scope Ratings ήταν ο πρώτος οίκος που έδωσε επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2023, ακολούθησαν η DBRS τον Σεπτέμβριο, η S&P τον Οκτώβριο και η Fitch τον Δεκέμβριο του 2023. Η Moody’s, η οποία αποτελεί και τον πιο αυστηρό και πιο «αργό» οίκο γενικότερα, προχώρησε σε διπλή αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο, αφήνοντας την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (στο Ba1), δίνοντας σταθερές προοπτικές αξιολόγησης, ενώ κατά την πρόσφατη ανασκόπηση της χώρας μας διατήρησε τη βαθμολογία της. Σημειώνεται πως την προηγούμενη φορά που είχε αναβαθμίσει η Moody’s την Ελλάδα ήταν τον Νοέμβριο του 2020.

Σύμφωνα με αναλυτές, οι οίκοι τείνουν να χρειάζονται περίπου δύο χρόνια σε μέσο όρο πριν προχωρήσουν σε νέες αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων. Αυτό σημαίνει πως έπειτα από την κίνηση που έκανε στις 15 Σεπτεμβρίου του 2023 η Moody’s, το πιο «λογικό» σενάριο είναι να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση στο δεύτερο μισό του 2025, έχοντας αναβαθμίσει πριν τις προοπτικές της Ελλάδας από σταθερές σε θετικές. Φυσικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποια θετική έκπληξη.

Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως το 2025 η Moody’s αναμένεται να ευθυγραμμιστεί με τους υπόλοιπους οίκους, οι οποίοι αξιολογούν αυτή τη στιγμή την Ελλάδα με τον χαμηλότερο βαθμό επενδυτικής βαθμίδας. Και αυτό καθώς, όπως έχουν δηλώσει στην «Κ» οι αρμόδιοι αναλυτές τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσουν σε νέα αναβάθμιση φέτος.

Ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings για την Ελλάδα, έχει σημειώσει πως οι πιθανότητες για νέα αναβάθμιση σύντομα είναι εξαιρετικά χαμηλές. «Αυτή τη στιγμή δίνουμε στην Ελλάδα σταθερές προοπτικές – που σημαίνει ότι δεν οραματιζόμαστε επί του παρόντος μεγαλύτερη από το 1/3 πιθανότητα αλλαγής της αξιολόγησης κατά το 2024», έχει εξηγήσει ο Σεν.

Ανάλογο είναι και το μήνυμα της Fitch. Κατά τον Φεντερίκο Μπαρίγκα, επικεφαλής αναλυτή της Fitch για την Ελλάδα, η αναβάθμιση της Ελλάδας σε BBB- με σταθερές προοπτικές τον Δεκέμβριο του 2023 «υποδηλώνει ότι βλέπουμε σχετική σταθερότητα βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα όσον αφορά την τροχιά αξιολόγησης».

«Μετά την αναβάθμισή μας για την Ελλάδα σε BBB- στις 20 Οκτωβρίου, τοποθετήσαμε μια “σταθερή προοπτική” για την αξιολόγηση, γεγονός που σηματοδοτεί πως δεν αναμένουμε επί του παρόντος περαιτέρω αλλαγές στην αξιολόγηση το επόμενο διάστημα», τόνισε από την πλευρά του και ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT