«Καμπανάκι» για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους των ΗΠΑ την επόμενη δεκαετία «χτυπά» το Bloomberg καθώς σε όχι δέκα, όχι εκατό αλλά… σε ένα εκατομμύριο προσομοιώσεις που έκανε με σκοπό να εκτιμήσει το πόσο εύθραυστες είναι οι προοπτικές του, η… ετυμηγορία είναι μία: Ο κίνδυνος κρίσης χρέους στις ΗΠΑ είναι υπαρκτός.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει το πρακτορείο, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποίησε πρόσφατα ότι το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ οδεύει στο 116% του ΑΕΠ έως το 2034, από το 97% του ΑΕΠ πέρυσι, ένα επίπεδο υψηλότερο ακόμη και από ό,τι στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι πραγματικές προοπτικές είναι πιθανότατα χειρότερες, εκτιμά το Bloomberg.
Από τα φορολογικά έσοδα έως τις αμυντικές δαπάνες και τα επιτόκια, οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού στηρίζονται σε ρόδινες παραδοχές. Αν στις προβλέψεις συνυπολογιστεί η τρέχουσα άποψη της αγοράς για τα επιτόκια, ο δείκτης χρέους των ΗΠΑ θα εκτοξευθεί στο 123% το 2034, κατά το Bloomberg.
Το χρέος σε αυτό το επίπεδο θα σήμαινε ότι το κόστος εξυπηρέτησης θα φτάσει κοντά στο 5,4% του ΑΕΠ – πάνω από 1,5 φορές περισσότερο από αυτό που ξόδεψε η κυβέρνηση για την άμυνα το 2023. Εάν στη συνέχεια υποτεθεί, όπως υποθέτουν και οι περισσότεροι στην Ουάσιγκτον, ότι οι φορολογικές περικοπές του τέως προέδρου Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν κυρίως σε ισχύ, το βάρος του χρέους γίνεται ακόμη υψηλότερο.
Με την αβεβαιότητα σχετικά με τις τόσο πολλές μεταβλητές, το Bloomberg Economics πραγματοποίησε ένα εκατομμύριο προσομοιώσεις για να δει πόσο βιώσιμο είναι τελικά το αμερικανικό χρέος. Κάθε προσομοίωση προβλέπει τον δείκτη χρέους με διαφορετικό συνδυασμό αύξησης του ΑΕΠ, πληθωρισμού, δημοσιονομικών ελλειμμάτων και επιτοκίων.
Το συμπέρασμα; Στο 88% των προσομοιώσεων του Bloomberg ο δείκτης χρέους των ΗΠΑ βρίσκεται σε μη βιώσιμη πορεία – που ορίζεται ως αύξηση κατά την επόμενη δεκαετία. Στο χειρότερο 5% των αποτελεσμάτων μάλιστα, ο δείκτης χρέους ξεπερνάει το 139% το 2034, πράγμα που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα έχουν υψηλότερο δείκτη χρέους τότε από ό,τι η Ιταλία πέρυσι.
Πάντως το Bloomberg σημειώνει πως η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν έχει έναν άλλο τρόπο σκέψης για τη βιωσιμότητα του χρέους: το κόστος τόκων προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό, το οποίο έχει δηλώσει ότι θα προτιμούσε να δει κάτω από το 2% του ΑΕΠ. Σε αυτή τη βάση, τα αποτελέσματα του Bloomberg είναι πιο ελπιδοφόρα: μόνο στο 30% των προσομοιώσεων ο δείκτης χρέους βρίσκεται σε μη βιώσιμη πορεία.
Ο δείκτης χρέους μπορεί να εκτοξευθεί στο 123% το 2034, σύμφωνα με το Bloomberg.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν σε κάθε περίπτωση υποστηρίζει ότι ο προϋπολογισμός της, που περιλαμβάνει μια σειρά από αυξήσεις φόρων στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους Αμερικανούς, θα εξασφαλίσει δημοσιονομική βιωσιμότητα και διαχειρίσιμο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι, υποστηρίζει το Bloomberg, ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου θα απαιτήσει δράση από ένα Κογκρέσο που είναι έντονα διχασμένο. Οι Ρεπουμπλικανοί, που ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, θέλουν βαθιές περικοπές δαπανών για να μειώσουν το διογκούμενο έλλειμμα, χωρίς να διευκρινίζουν τι ακριβώς θα περικόψουν. Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι εποπτεύουν τη Γερουσία, υποστηρίζουν ότι οι δαπάνες συμβάλλουν λιγότερο στην όποια επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους, με τους παράγοντες-κλειδιά να είναι τα επιτόκια και τα φορολογικά έσοδα. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν τάσσεται υπέρ της συμπίεσης των παροχών.
Στο τέλος, ίσως χρειαστεί μια κρίση, ίσως μια άτακτη βουτιά στην αγορά κρατικών ομολόγων που θα προκληθεί από την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ, ή ένας πανικός λόγω της εξάντλησης των ταμείων καταπιστευμάτων (trust funds) Medicare ή Social Security – για να αναγκαστεί να αναλάβει δράση. «Αυτό είναι παιχνίδι με τη φωτιά», τονίζει το Bloomberg.
Αλλωστε το περασμένο καλοκαίρι δόθηκε μια μίνι-πρόγευση του πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει μια κρίση. Κατά τη διάρκεια δύο ημερών τον Αύγουστο, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Fitch Ratings και η αύξηση της έκδοσης αμερικανικών μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων έστρεψαν την προσοχή των επενδυτών στους κινδύνους. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων των ΗΠΑ σκαρφάλωσαν κατά μία ποσοστιαία μονάδα, φθάνοντας τον Οκτώβριο στο 5% – το υψηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερο από μιάμιση δεκαετία.
Οσον αφορά το πώς μπορεί να καταλήξουν τα πράγματα, η εμπειρία της Βρετανίας το φθινόπωρο του 2022 παρέχει μία… ιδέα, όταν το σχέδιο της τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας για μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές έστειλε την αγορά κρατικών ομολόγων σε ισχυρό sell-off και την ίδια σε παραίτηση.
Για τις ΗΠΑ, ο ρόλος του δολαρίου στη διεθνή χρηματοδότηση και η ιδιότητά του ως κυρίαρχου νομίσματος αποθεματικών, μειώνει τις πιθανότητες παρόμοιας κατάρρευσης, επισημαίνει το Bloomberg. Θα χρειαστούν πολλά για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο αμερικανικό χρέος. Αν ωστόσο κλονιστεί, η διάβρωση της θέσης του δολαρίου θα αποτελούσε μία ιστορική στιγμή, με τις ΗΠΑ να χάνουν όχι μόνο την πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση αλλά και την παγκόσμια ισχύ και το κύρος τους.