Διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων επιφέρει η πληθωριστική κρίση, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το δεύτερο μισό του 2021 και κορυφώθηκε το 2022 με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Η αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά, τρόφιμα και ενέργεια, αλλά και η εκτόξευση των ενοικίων στα ύψη και συνολικά του κόστους στέγασης διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στα φτωχότερα και τα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού, ενώ την ίδια ώρα δημιουργούν συνθήκες «φτωχοποίησης» και για τα νοικοκυριά που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική κατηγορία, υποβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης. Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά –στο σύνολο του πληθυσμού– αντιμετώπιζε πέρυσι δυσκολία στην πληρωμή του ενοικίου, της δόσης δανείου ή πάγιων λογαριασμών, ενώ έναν χρόνο πριν το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 29,1%. Σχεδόν ένας στους τέσσερις δεν πήγε στον γιατρό, αν και χρειαζόταν, ενώ σχεδόν ένας στους τρεις δεν επισκέφθηκε τον οδοντίατρο.
Αν και το μέσο διαθέσιμο εισόδημα ήταν υψηλότερο περίπου κατά 29% το 2022 σε σύγκριση με το 2014, μεγάλο μέρος της αύξησης εξανεμίζεται από τον πληθωρισμό, με τις τιμές μέσα στη δεκαετία 2014-2023 να έχουν αυξηθεί, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, κατά 14,6%. Οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς τόσο το 2023 όσο και φέτος εκτιμάται ότι έχουν μειώσει ελαφρώς τους κραδασμούς που δημιουργεί ο πληθωρισμός, όχι όμως σε μεγάλο βαθμό, δεδομένου ότι αυτός διατηρείται πολύ περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Επιπλέον, όπως σημειώνει και η Alpha Bank σε μελέτη της για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, στην Ελλάδα, μετά την περίοδο της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση, οι μισθολογικές αυξήσεις συγκλίνουν μεν με την πορεία του πληθωρισμού, αλλά με χρονική υστέρηση.
Μεγαλώνει το χάσμα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο δείκτης οικονομικής ανισότητας διαμορφώθηκε το 2023 (με περίοδο αναφοράς τα εισοδήματα του 2022) σε 5,28 μονάδες έναντι 5,25 στην έρευνα του 2022. Αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,28 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Βάσει αυτής της τιμής, η Ελλάδα έχει τον πέμπτο υψηλότερο δείκτη οικονομικής ανισότητας μεταξύ 13 ευρωπαϊκών χωρών.
Προ του 2018 ο εν λόγω δείκτης βρισκόταν πάνω από τις έξι μονάδες, με την ανάκαμψη της οικονομίας, όμως, να μειώνει την «ψαλίδα». Διευρύνθηκε εκ νέου το 2021 (για εισοδήματα του 2020) φτάνοντας στο 5,79 από 5,23 το 2020 (εισοδήματα του 2019) λόγω της πανδημίας και τώρα βρίσκεται πάνω από αυτό το επίπεδο, επιβεβαιώνοντας ότι οι κρίσεις εντείνουν την οικονομική ανισότητα.
Την τελευταία διετία, εξάλλου, καταγράφεται αύξηση του συνολικού ποσοστού του εισοδήματος που κατέχουν τα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού. Ετσι, το 2023 το πλουσιότερο 25% του πληθυσμού κατείχε το 45,7% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος έναντι 45,3% το 2022 και 44,19% το 2019. Στον αντίποδα, το φτωχότερο 25% του πληθυσμού κατείχε το 2023 το 10,4% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά αντιμετώπιζε πέρυσι δυσκολία στην πληρωμή του ενοικίου, της δόσης δανείου ή πάγιων λογαριασμών.
Σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό το 2023 (επίσης με βάση τα εισοδήματα του 2022) βρισκόταν το 26,1% του πληθυσμού έναντι 26,3% στην έρευνα του 2022. Σημειώνεται ότι το 2016 –εν μέσω οικονομικής κρίσης– το αντίστοιχο ποσοστό είχε εκτοξευθεί σε 32,6%.
Η Ελλάδα κατείχε το 2023 το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό μεταξύ 12 ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη Βουλγαρία (30%) και την Ισπανία (26,5%).
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Δεν πηγαίνουν σε γιατρούς
Τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν φυσικά μεγαλύτερη υλική στέρηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, λόγω της συνεχιζόμενης ακρίβειας, δεν βρίσκονται σε δυσχερή θέση και τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, το 47,3% στο σύνολο των νοικοκυριών αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πληρωμή του κόστους στέγασης (ενοίκιο, στεγαστικό δάνειο, πάγια), με το ποσοστό στον μη φτωχό πληθυσμό να διαμορφώνεται επίσης σε υψηλά επίπεδα και δη σε 39,8%. To 23,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας, αν και χρειαζόταν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για οδοντιατρική εξέταση ανεβαίνει στο 32,3%.
Το 43,1% του συνόλου του πληθυσμού δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει διακοπές μιας εβδομάδας, το 44,3% έχει αδυναμία αντιμετώπισης έκτακτων αναγκαίων δαπανών, το 19,2% έχει αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι, ενώ το 52,6% αδυνατεί να αντικαταστήσει φθαρμένα έπιπλα.