Η μάχη της ΕΚΤ με τον πληθωρισμό

Απαιτείται πλέον η αξιολόγηση για το ποιο είναι το ουδέτερο επιτόκιο για την Ευρωζώνη

2' 45" χρόνος ανάγνωσης

Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι φέτος το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα ενισχυθεί μόλις 0,6% από το 0,5% το 2023, ήτοι θα εμφανίσει την πιο αδύναμη επίδοση από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα πληγούν περισσότερο, με πτώση 0,6% το 2024. Η ΕΚΤ αναμένει την ανάπτυξη να επιταχυνθεί το 2025 (+1,6%), αν και αυτή ήταν και πάλι πριν από ένα χρόνο η εκτίμησή της για το 2024.

Η πολιτική των υψηλών επιτοκίων ενισχύθηκε από μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι η μερική απόσυρση των μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους και του ευρύτερου πληθωρισμού οδήγησε το 2023 σε σύσφιγξη του δημοσιονομικού προσανατολισμού της Ευρωζώνης –όπως αντικατοπτρίζεται στο (κυκλικά προσαρμοσμένο) πρωτογενές ισοζύγιο– και αναμένει σοβαρότερη σύσφιγξη φέτος. Η συμπίεση της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ φαίνεται συγκρίνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμά της, ύψους 2,9% του ΑΕΠ το 2024, με αυτό των ΗΠΑ, στο 5,3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Ακόμη μία ένδειξη του ελλιπούς δυναμισμού της Ευρωζώνης αποτελεί η στασιμότητα των τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες από το φθινόπωρο του 2022.

Αυτή η κακή οικονομική απόδοση αποτυπώνεται στην ταχύτερη από την αναμενόμενη διαδικασία αντιπληθωρισμού. Τον Σεπτέμβριο του 2023 το προσωπικό της ΕΚΤ προέβλεπε ότι ο πληθωρισμός θα έφθανε το 3% φέτος. Τον Μάρτιο αναθεωρήθηκε σε μόλις 2,3%, πλησίον του στόχου, ενώ το 2025 εικάζεται πως θα υποχωρήσει στο 2% του στόχου. Συνεκτιμώντας πως οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής δεν είναι άμεσες, αλλά έχουν καθυστέρηση περίπου ενός έως δύο ετών, θα συμπεραίναμε ότι ο αντιπληθωρισμός επετεύχθη επιτυχώς και πως είναι πλέον η ώρα της μετάβασης σε μια ουδέτερη πολιτική.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ωστόσο, έχει διαφορετική άποψη. Σε ένα γενικότερο επίπεδο τονίζει πως η ΕΚΤ «ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας της περιοριστικής πολιτικής». Πάντως, κανείς δεν θα περίμενε η ΕΚΤ να λαμβάνει αποφάσεις «ανεξαρτήτως των δεδομένων». Πιο διαφωτιστική είναι η αναφορά της στα τρία στοιχεία της «αντίδρασης» της ΕΚΤ: τις προοπτικές του πληθωρισμού, τον γενικό δείκτη και τη δύναμη της νομισματικής πολιτικής.

Οσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι με γενικό δείκτη 2,3% φέτος και 2% το 2025 δικαιολογείται η «εξομάλυνση». Αλλά η πρόεδρος της ΕΚΤ διαφωνεί: «Μακάρι όλα να ήταν πιο κοντά στον στόχο μας. Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Ακόμη και στον γενικό δείκτη είμαστε φέτος στο 2,3% και στο 2% το 2025». Ο δε δομικός πληθωρισμός, που δεν συμπεριλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει στο 3%. Η εμπειρία δείχνει ότι υστερεί σε σχέση με τον ΕνΔΤΚ, τον εναρμονισμένο για την Ευρωζώνη δείκτη τιμών καταναλωτή, και ως εκ τούτου δεν αποτελεί καλό οδηγό.

Αν και είναι πολύ πιθανό η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια τον Ιούνιο, το μείζον ερώτημα είναι πόσο γρήγορα και πόσο μακριά θα πάει. Εξ ου και απαιτείται η αξιολόγηση του ουδέτερου επιτοκίου για την Ευρωζώνη, το οποίο, όπως το όρισε ο Κνουτ Βίκσελ (1851-1926), «είναι ουδέτερο σε σχέση με τις τιμές των εμπορευμάτων και δεν τείνει ούτε να τις αυξήσει ούτε να τις μειώσει, ενώ σχεδόν ταυτίζεται με την τρέχουσα αξία του φυσικού επιτοκίου του κεφαλαίου».

* O κ. Πέτερ Μπόφινγκερ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Βούρτσμπουργκ. Το άρθρο είναι κοινή δημοσίευση της Social Europe και της ιστοσελίδας IPS του ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT