Διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου τους από το 2,15% στο 3,1% κατέγραψαν οι ελληνικές τράπεζες το 2023 σε σχέση με το 2022, μεγαλώνοντας τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων στα δάνεια και στις καταθέσεις έναντι του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών, που το ίδιο διάστημα αυξήθηκε από 1,4% σε μόλις 1,65%.
Αυτό προκύπτει από τα συγκριτικά στοιχεία για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, βάσει των οποίων η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που κρατούν τα σκήπτρα του διευρυμένου επιτοκιακού περιθωρίου μαζί με χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Εσθονία, αλλά και η Κύπρος. Οριακά χαμηλότερα σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες και συγκεκριμένα στο 3% διαμορφώθηκε στα τέλη του 2023 το επιτοκιακό περιθώριο στην Πορτογαλία, αλλά και στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως η Ισπανία, που διαμορφώθηκε στο 2,6%, η Ιταλία στο 2,1%, η Γερμανία στο 1,25%, ενώ τελευταία στην κατάταξη με το χαμηλότερο επιτοκιακό περιθώριο βρίσκεται η Γαλλία με μόλις 0,9%.
Η διαφορά αυτή, που είναι αποτέλεσμα κυρίως της περιορισμένης μετακύλισης της αύξησης των επιτοκίων στις καταθέσεις, ενίσχυσε και τη βαρύτητα των επιτοκιακών εσόδων στα συνολικά έσοδα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που διαμορφώθηκε το 2023 στο 79% από 58% το 2022. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ανήλθε το 2023 στο 62,3% έναντι 57,9% το 2022, καταγράφοντας αισθητά μικρότερη αύξηση σε σχέση με τις ελληνικές.
Οι ελληνικές τράπεζες υστερούν πάντως σημαντικά σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο σε ό,τι αφορά τα έσοδα από προμήθειες στο σύνολο των εσόδων τους, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 18% έναντι 27,5% που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ενδεικτικό του διαφορετικού επιχειρηματικού μοντέλου που χαρακτηρίζει τη λειτουργία των τραπεζών στην Ευρώπη είναι το γεγονός ότι χώρες όπως η Γαλλία αντλούν το 36% των συνολικών τους εσόδων από προμήθειες, ενώ στη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό άγγιξε το 2023 το 30%. Με διαφορά μάλιστα προπορεύεται η Λιθουανία, που αντλεί το 57% των εσόδων της από προμήθειες.
Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που κρατούν τα σκήπτρα του διευρυμένου επιτοκιακού περιθωρίου στην Ευρώπη.
Η Ισπανία κατατάσσεται κοντά στον μέσο όρο, με το 22% των οργανικών της εσόδων να προέρχεται από τις προμήθειες και η Πορτογαλία το 19%. Το μεγάλο ποσοστό των προμηθειών για χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για έσοδα από τις συναλλαγές. Στις χώρες αυτές κυριαρχούν τα έσοδα από τη διάθεση και διαχείριση επενδυτικών και ασφαλιστικών προϊόντων που έχουν ευρεία απήχηση στον πληθυσμό τους, σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου η συμμετοχή αυτών των προϊόντων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία του πληθυσμού είναι περιορισμένα.
Ενα σημαντικό μέρος των προμηθειών προέρχεται άλλωστε και από το δανειακό χαρτοφυλάκιο, που λόγω των υψηλών επιτοκίων και της αναιμικής ανάπτυξης στην Ε.Ε. έχει καθηλωθεί στα επίπεδα του 2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθώς οι μεγαλύτερες οικονομίες στην Ευρώπη κατέγραψαν πιστωτική στασιμότητα, το χαρτοφυλάκιο των δανείων και των προκαταβολών συρρικνώθηκε από τα 19,8 τρισ. ευρώ το 2022 σε 19,7 τρισ. ευρώ το 2023, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ελλάδα συρρικνώθηκε από 215 δισ. ευρώ σε 193,7 δισ.
Τα στοιχεία του SSM κατατάσσουν τις ελληνικές τράπεζες κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια, που βελτιώθηκε το 2023 στο 15,5% έναντι 14,8% το 2022, παραμένει όμως η δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά την Ισπανία που κινείται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.