Εγχείρημα με αυξημένο βαθμό δυσκολίας η προσπάθεια επιστροφής του μέσου μισθού στην Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα –δηλαδή στα 1.500 ευρώ– καθώς τα δομικά προβλήματα της χώρας που παραμένουν σε όξυνση αλλά και η διεθνής οικονομική συγκυρία, δεν βοηθούν. Ο μέσος μισθός θα εξακολουθήσει να κινείται ανοδικά και το επόμενο διάστημα εξαιτίας και της «πίεσης» που δημιουργεί η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αυτό που προβληματίζει, έχει να κάνει με την… ταχύτητα της αύξησης.
Για να φτάσουμε στα 1.500 ευρώ μέσα στο 2027, όπως προβλέπει η επίσημη δέσμευση της κυβέρνησης, απαιτείται ετήσια αύξηση του μέσου μισθού κατά περίπου 6% το οποίο θεωρείται ως ιδιαίτερα υψηλό για όσους πιστεύουν ότι οι αυξήσεις των μισθών πρέπει να «συμβαδίζουν» με το άθροισμα του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας ώστε να μη «φιτιλιάζουν» τον πληθωρισμό. Ομως η αύξηση της παραγωγικότητας τροφοδοτείται από τις επενδύσεις και οι επενδύσεις υλοποιούνται κυρίως από τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις οι οποίες έχουν και μεγαλύτερα περιθώρια για να τις χρηματοδοτήσουν. Ετσι, φτάνουμε σε ακόμη ένα δομικό πρόβλημα της χώρας –αναδείχτηκε μέσα στην εβδομάδα και από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών– που είναι η πολύ μεγάλη έλλειψη εταιρειών που να απασχολούν πάνω από 100-150 άτομα προσωπικό στην Ελλάδα.
To 2023 έκλεισε με τον μέσο μεικτό μισθό να διαμορφώνεται στα 1.257 ευρώ, ποσό κατά περίπου 200 ευρώ υψηλότερο συγκριτικά με το 2019 και κατά περίπου 200 ευρώ χαμηλότερο σε σχέση με τα επίπεδα του 2009. Αυτά τα επιπλέον 250 ευρώ που μας χωρίζουν από τον στόχο των 1.500 ευρώ, όταν θα αποτυπωθούν, δεν είναι δεδομένο ότι θα μας «ξεκολλήσουν» από την προτελευταία θέση της Ευρώπης όσον αφορά τους μισθούς (και ειδικά στους μισθούς αναλογικά με την αγοραστική δύναμη). Θα εξασφαλιστεί πάντως η επιστροφή του μέσου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα ώστε να αρχίσουν να καταγράφονται νέα «ιστορικά υψηλά». Ποια είναι τα βασικά εμπόδια σε αυτή την προσπάθεια;
Για να φτάσουμε στα 1.500 ευρώ μέσα στο 2027, απαιτείται ετήσια αύξηση του μέσου μισθού κατά περίπου 6%.
1. Οι πολύ αυξημένες κρατήσεις που εξακολουθούν να επιβάλλονται στις μεικτές αποδοχές. Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ, μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος 1.000 ευρώ ετησίως. Για να δοθεί αντίστοιχα μια αύξηση 6% σε έναν εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 1.500 ευρώ (ο οποίος σήμερα παίρνει 1.148 ευρώ καθαρά), η συνολική αθροιστική επιβάρυνση για τον εργοδότη θα φτάσει στα 1.541 ευρώ ανά εργαζόμενο και αυτό για να ανέβουν τα καθαρά του υπαλλήλου κατά λιγότερα από 60 ευρώ τον μήνα. Ακόμη και αυτοί που θέλουν να επιβραβεύσουν τους υπαλλήλους τους καταφεύγουν σε άλλες λύσεις, οι οποίες όμως δεν αποτυπώνονται στα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» (κουπόνια σίτισης, εταιρικό αυτοκίνητο, «μαύρα» κ.λπ.).
2. Οι πολύ περιορισμένες κινήσεις για υπογραφή συλλογικών, επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Η «κουλτούρα» που αναπτύχθηκε μέσα στη μνημονιακή περίοδο για υπογραφή ατομικών συμβάσεων παραμένει κυρίαρχη και φαίνεται ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να δοθεί και πάλι χώρος στις διαπραγματεύσεις. Προς το παρόν, σημαντικό «κομμάτι» από την αύξηση του κατώτατου μισθού οφείλεται στον κατώτατο μισθό και στην αύξησή του από τα 650 ευρώ στα 830 ευρώ. Οφείλεται δηλαδή σε «διοικητικά μέτρα» και όχι τόσο στη «δυναμική» της αγοράς.
3. Οι ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Τα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» δείχνουν και την έλλειψη αλλά και τον πολύ αργό ρυθμό μεταβολής στον αριθμό των μεγάλων εργοδοτών. Το 2023 προστέθηκαν 3.363 εργοδότες στα μητρώα του e-ΕΦΚΑ. Από αυτούς, 2.505 κατατάχθηκαν στην κατώτερη κατηγορία με 1 έως 10 άτομα προσωπικό και 783 στην κατηγορία των 11 έως 50 ατόμων. Στην άλλη άκρη της κατάταξης, οι μεταβολές είναι μηδαμινές. Αυξήθηκαν κατά 8 οι επιχειρήσεις με 1.500 έως 2.000 άτομα προσωπικό, μειώθηκαν κατά 5 οι επιχειρήσεις με 2.000 έως 3.000 άτομα προσωπικό και εμφανίστηκαν άλλοι δύο εργοδότες με πάνω από 3.000 άτομα προσωπικό. To ουσιαστικό είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλους εργοδότες. Στους 146 φτάνουν αυτοί που απασχολούν πάνω από 1.000 άτομα προσωπικό. Απλώς ήταν 8 λιγότεροι στο τέλος του 2022. Γιατί έχει τόση σημασία ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων; Διότι προσφέρουν υψηλότερους μισθούς.
Μόλις 250 επιχειρήσεις απασχολούν πάνω από 250 εργαζομένους
Αν μελετήσει κανείς την απογραφή επιχειρήσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, εκ πρώτης όψεως θα διαπιστώσει ότι οι διαφορές δεν είναι μεγάλες. Σε σύνολο 880.349 επαγγελματικών ΑΦΜ στην Ελλάδα, οι 539.403, δηλαδή το 61,27%, δεν απασχολούν κανέναν εργαζόμενο.
Αντίστοιχο όμως είναι το ποσοστό και στην Ευρωζώνη (62,84%) και στην Ευρωπαïκή Ενωση (63,59%). Επίσης, άλλοι 252.000 επαγγελματίες (περίπου το 28,6% του συνόλου) απασχολούν ένα έως τέσσερα άτομα, με το ποσοστό στην Ε.Ε. να είναι στο 25,8% και στην Ευρωζώνη στο 26,19%.
Πού πραγματικά εντοπίζεται λοιπόν η διαφορά; Στο ανώτερο κλιμάκιο της κατάταξης. Οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 10 άτομα προσωπικό, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, είναι περίπου το 5% του συνόλου. Στη χώρα μας είναι περίπου 42.715, στην Ευρώπη περίπου 1.650.000 (με βάση την απογραφή επιχειρήσεων του 2021). Πού εντοπίζεται η διαφορά; Στο ότι η Ελλάδα, στην πραγματικότητα έχει ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις με προσωπικό πάνω από 250 άτομα.
Για την ακρίβεια, μόλις 250. Ενδεικτικό ότι ενώ στην Ευρώπη το 68% των εργαζομένων απασχολείται στις μεγαλύτερες εταιρείες των χωρών-μελών, στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 51,6%. Και επειδή οι μεγάλες εταιρείες είναι αυτές που προσφέρουν τους υψηλότερους μισθούς , η έλλειψη πολλών επιχειρήσεων που να απασχολούν πάνω από 150 άτομα λειτουργεί ως εμπόδιο και για την προσπάθεια αύξησης των μισθών.