Πολλές χώρες ισχυρίζονται πως με εργαλείο τη βιομηχανική πολιτική μπορούν σε ορισμένους τομείς να τονώσουν την καινοτομία, ευελπιστώντας να αναζωογονήσουν την παραγωγικότητα και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, όντας ανήσυχες για την ασφάλειά τους. Μεγάλες πρωτοβουλίες ξεπηδούν σε όλο τον κόσμο: η νέα νομοθεσία των ΗΠΑ για χρηματοδότηση της εγχώριας έρευνας και της κατασκευής ημιαγωγών, η πράσινη βιομηχανική πολιτική της Ε.Ε. με στόχο τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, οι νέες κατευθυντήριες γραμμές για την οικονομία και τη βιομηχανική πολιτική στην Ιαπωνία ή ο νόμος K-Chips στην Κορέα, παράλληλα με τις μακροχρόνιες πολιτικές σε αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, όπως η Κίνα.
Δύναται η βιομηχανική πολιτική να οδηγήσει στην καινοτομία, εάν εφαρμοστεί ορθώς. Εντούτοις, η επίτευξη της σωστής ισορροπίας αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα, διότι η Ιστορία βρίθει από συμβάντα που μας προειδοποιούν για λάθη πολιτικής, υψηλά δημοσιονομικά κόστη και σοβαρές επιπτώσεις σε άλλες χώρες. Πάντως, αυτή η πρόσφατη στροφή στη βιομηχανική πολιτική για τη στήριξη της καινοτομίας σε συγκεκριμένους τομείς και τεχνολογίες δεν λειτουργεί ως μαγική σφαίρα. Αντιθέτως, καλά σχεδιασμένες δημοσιονομικές πολιτικές υπέρ της καινοτομίας και της ευρύτερης διάδοσης της τεχνολογίας, με έμφαση στη θεμελιώδη έρευνα, δύνανται να κατατείνουν σε υψηλότερη ανάπτυξη σε όλες τις χώρες και να επιταχύνουν τη μετάβαση σε μια πιο πράσινη και ψηφιοποιημένη οικονομία.
Εκτιμάμε πως η δημοσιονομική στήριξη της καινοτομίας πρέπει να στοχεύει σε συγκεκριμένους τομείς και μόνον υπό αυστηρές προδιαγραφές θα αποφέρει οφέλη στην παραγωγικότητα και στην ευημερία. Συγκεκριμένα, όταν οι πολιτικές δεν κάνουν διακρίσεις εις βάρος ξένων εταιρειών, όταν η κυβέρνηση έχει αποδεδειγμένα την ικανότητα να διαχειριστεί και να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική και όταν οι τομείς-στόχοι αποδίδουν μετρήσιμα κοινωνικά οφέλη, όπως μειωμένες εκπομπές ρύπων ή υψηλότερη διάδοση τεχνογνωσίας σε άλλους τομείς. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής πολιτικής βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δαπανηρές επιδοτήσεις ή φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες ίσως αποβούν επιζήμιες για την παραγωγικότητα και την ευημερία. Λόγου χάριν, αυτό μπορεί να συμβεί όταν οι επιδοτήσεις κατευθύνονται εσφαλμένα σε πολιτικά συνδεδεμένους τομείς. Επιπλέον, η διάκριση εις βάρος ξένων εταιρειών μπορεί να αποδειχθεί αυτοκαταστροφική.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η βιομηχανική πολιτική μπορεί να δικαιολογηθεί όταν υποστηρίζει τομείς οι οποίοι παράγουν τεχνογνωσία διαχεόμενη στην υπόλοιπη οικονομία, όπως αυτή των ημιαγωγών. Παρά ταύτα, οι επιδοτήσεις για την πράσινη καινοτομία θα πρέπει να είναι διαφανείς, να επικεντρώνονται σε περιβαλλοντικούς στόχους και να συμπληρώνονται από την ισχυρή τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα για την ελαχιστοποίηση του δημοσιονομικού κόστους. Θεωρούμε πως θα ήταν ενδεδειγμένο οι τεχνολογικά προηγμένες οικονομίες να επιλέξουν ένα μείγμα πολιτικών υπέρ της καινοτομιας, ειδικά επειδή η θεμελιώδης έρευνα με ευρείες εφαρμογές συνήθως υποχρηματοδοτείται.
Ενας οικονομικά αποδοτικός τρόπος θα ήταν η εφαρμογή ενός συμπληρωματικού κράματος δημόσιας χρηματοδότησης για βασικές επιχορηγήσεις έρευνας, έρευνας και ανάπτυξης για καινοτόμους νεοφυείς επιχειρήσεις και φορολογικά κίνητρα για την εφαρμοσμένη καινοτομία σε όλες τις εταιρείες. Εκτιμάμε ότι η αύξηση των δαπανών γι’ αυτές τις πολιτικές κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ –ή περίπου 50% των σημερινών επιπέδων στις οικονομίες του ΟΟΣΑ– θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ έως και 2% για τη μέση προηγμένη οικονομία. Αυτό το επίπεδο δαπανών για την καινοτομία, τέλος, θα μπορούσε ακόμη και να μειώσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ και βασίζεται στο β΄ κεφάλαιο της Εκθεσης Δημοσιονομικού Ελέγχου του Απριλίου 2024.