Διπλό πλήγμα για μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού συνεπάγεται η πραγματικότητα που δηλώνουν τα τελευταία στοιχεία, με τον πληθωρισμό της υπερδύναμης να επιμένει στο 3,5% και την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ να διατηρεί το βασικό επιτόκιό της σε μια διακύμανση από 5,25% έως 5,5%. Καθώς δεν κατορθώνει να τιθασεύσει το τέρας της ανόδου των τιμών παρά την επιθετικότατη στροφή σε υψηλά επιτόκια, όλα δείχνουν ότι θα το διατηρήσει κάπου εκεί για αρκετό καιρό ακόμη. Αυτό σημαίνει πως οι Αμερικανοί ούτε μπορούν να ελπίζουν πλέον σε μείωση του κόστους ενός στεγαστικού δανείου, αλλά ούτε και να δουν να υποχωρεί το κόστος διαβίωσης, που για πολλούς αποδεικνύεται δυσβάσταχτο.
Από το περασμένο έτος, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 23 ετών και οι τιμές των κατοικιών σημειώνουν διαρκώς νέα υψηλά ρεκόρ. Ο δείκτης που παρακολουθεί πόσο προσιτή είναι η κατοχή σπιτιού στην υπερδύναμη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδά του από τη δεκαετία του 1980. Εν ολίγοις, κάθε άλλο παρά προσιτή είναι η απόκτηση κατοικίας για τους Αμερικανούς, μια και το κόστος της κατοχής ενός σπιτιού δεν περιορίζεται στο τίμημα αγοράς και στο κόστος εξυπηρέτησης του στεγαστικού δανείου. Προστίθενται οι φόροι ακίνητης περιουσίας και το κόστος συντήρησης μιας κατοικίας που ακολουθώντας τον πληθωρισμό σημειώνουν διαρκώς άνοδο και βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε όλη την επικράτεια της υπερδύναμης. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του στεγαστικού κολοσσού Fannie Mae από το 2022, το άθροισμα όλων αυτών, αν εξαιρεθεί το στεγαστικό δάνειο, αλλά προστεθεί και το κόστος των τιμολογίων των εταιρειών κοινής ωφελείας υπερβαίνει το 50% του συνολικού κόστους κατοχής κατοικίας.
Για πολλούς Αμερικανούς, η απόκτηση δικού τους σπιτιού θα παραμείνει αναγκαστικά άπιαστο όνειρο για πολύ καιρό ακόμη. Ακολουθώντας την πορεία του πληθωρισμού έχουν πάρει την ανιούσα και τα ασφάλιστρα για την ασφάλιση κατοικίας. Αφού επεξεργάστηκε τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ενημέρωσης για τις Ασφάλειας, η S&P Global Market Intelligence υπολογίζει πως στη διάρκεια του περασμένου έτους αυξήθηκαν περισσότερο από 10% κατά μέσον όρο σε τουλάχιστον 19 πολιτείες. Αιτία, βέβαια, το ότι είχε προηγηθεί μια ομοβροντία από φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές και πολλά άλλα που επιβάρυναν τις ασφαλιστικές με μεγάλες αποζημιώσεις. Και φυσικά αντιμετωπίζουν όλα τα ανωτέρω και όσοι ανήκουν στην κατηγορία των θεωρητικά τυχερών Αμερικανών δανειοληπτών που έκλεισαν στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο κάτω του 4% και δεν θα επιβαρυνθούν από τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Ο δείκτης που παρακολουθεί πόσο προσιτή είναι η κατοχή σπιτιού στην υπερδύναμη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδά του από τη δεκαετία του 1980.
Το χειρότερο όλων είναι πως τα ασφάλιστρα, οι φορολογικοί συντελεστές και το κόστος συντήρησης των κατοικιών μεταβάλλονται διαρκώς, που σημαίνει πως όσοι έχουν στην κατοχή τους σπίτια δεν μπορούν να υπολογίσουν τι θα πρέπει να πληρώνουν σε λίγα χρόνια ή ακόμη και σε ένα ή δύο χρόνια. Σε σχετική έρευνα που διεξήγαγε εντός του 2023 η Fannie Mae, περίπου 10% όσων έχουν αγοράσει ακίνητο δηλώνουν αβέβαιοι και ανασφαλείς ως προς το κατά πόσον θα μπορούν να καλύπτουν το κόστος ασφάλισής του στο εγγύς μέλλον. Η ακρίβεια φαίνεται να έχει γονατίσει ιδιαιτέρως τη νεότερη γενιά, όσους γεννήθηκαν κάπου ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τη λεγόμενη γενιά Ζ όπως την αποκαλούν στις ΗΠΑ, που ήρθε η ώρα να αναζητήσει την τύχη της στην αμερικανική αγορά εργασίας. Το παράδοξο σε ό,τι αφορά αυτήν τη γενιά είναι ότι από πολλές απόψεις είναι η πλέον τυχερή όλων και, όμως, νιώθει πως η ζωή και η κατάσταση της οικονομίας ήταν πολύ πιο εύκολες για τις προηγούμενες γενιές. Αν συγκριθούν, για παράδειγμα, με όσους ενηλικιώθηκαν και θέλησαν να μπουν στην αγορά εργασίας στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της ύφεσης 2008-2009, σίγουρα βρίσκουν μια πολύ καλύτερη κατάσταση. Οπως τονίζει ο Μπρένταν Ντιουκ, διευθυντής οικονομικής πολιτικής στο Κέντρο Αμερικανικής Προόδου, «είναι η καλύτερη οικονομία που έχουμε δει σε ό,τι αφορά τους νέους», καθώς δημιουργούνται συνεχώς θέσεις εργασίας και οι
μισθοί αυξάνονται περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, μια και το περασμένο έτος η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα από 16 έως 24 ετών ήταν μόλις 7,9% και ήταν η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί στις ΗΠΑ από το 1953 και, φυσικά, πολύ χαμηλότερη από την ανεργία που αντιμετώπιζε τότε η αντίστοιχη ηλικιακή ομάδα το 2010. Και όμως, σε σχετική έρευνα της McKinsey, η γενιά αυτή εκφράζει αγωνιώδη οικονομική ανασφάλεια και αδυναμία να αντεπεξέλθει στην ακρίβεια. Και εκφράζει αυτήν την αγωνία σε όλες τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, από τις οποίες προκύπτει ότι η γενιά αυτή θεωρεί απρόσιτο ένα σπίτι, αλλά και το αμερικανικό όνειρο.