Ισχυρό πλήγμα αλλά και ισχυρές αντοχές χαρακτηρίζουν τις ελληνικές εξαγωγές τους τελευταίους μήνες. Ετσι, παρά το αρνητικό ξεκίνημα του 2024, εκτιμάται ότι η εικόνα στη συνέχεια του έτους θα αντιστραφεί και θα επανέλθουν σε θετικό πρόσημο. Μάλιστα, υπό συνθήκες «τέλειας καταιγίδας», προϊόντα όπως τα ακτινίδια, η φέτα και οι σωλήνες χάλυβα κατάφεραν να αυξήσουν τα μερίδιά τους στις διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα, σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμάται ότι οι ελληνικές εξαγωγές το 2024 διατηρούν την προοπτική σταδιακής επιτάχυνσης, προσεγγίζοντας έτσι σταδιακά έως το τέλος του έτους τη μεσοπρόθεσμη τάση του 5%. Υπό αυτά τα δεδομένα, η ΕΤΕ εκτιμά ότι οι ελληνικές εξαγωγές μπορούν να ενισχυθούν το 2024 κατά 3% σε σύγκριση με το 2023.
Οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν σε αποπληθωρισμένους όρους απώλειες 9,4% το τρίμηνο Νοεμβρίου 2023 – Ιανουαρίου 2024, ενώ πτώση 2,9% είχε καταγραφεί και το τρίμηνο Αυγούστου 2023 – Οκτωβρίου 2023. Σχεδόν το ήμισυ της πτώσης προήλθε από το ελαιόλαδο και το βαμβάκι – δύο αγροτικά προϊόντα που κατέγραψαν πτώση εξαγωγών 72% και 55%, αντίστοιχα, σε αποπληθωρισμένους όρους, εν μέρει λόγω πίεσης κλιματολογικών συνθηκών.
Ειδικότερα, οι καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία έπληξαν σχεδόν το 50% της παραγωγής βαμβακιού, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες επιβάρυναν την ήδη χαμηλή (λόγω πτωτικού ελαιοκομικού κύκλου) παραγωγή ελαιολάδου, η οποία κατέληξε 55% χαμηλότερα από τα περυσινά ρεκόρ (και 24% χαμηλότερα από τον μέσο όρο των «χαμηλών» ελαιοκομικών περιόδων της τελευταίας 25ετίας). Η εξαίρεση των δύο αυτών προϊόντων μετριάζει αλλά δεν αντιστρέφει την εικόνα της αναιμικής επίδοσης των λοιπών ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες κατέγραψαν πτώση 5,1% σε αποπληθωρισμένους όρους στο εν λόγω τρίμηνο, λόγω κυρίως δύο παραμέτρων: της κρίσης στη Μέση Ανατολή και των προβλημάτων διέλευσης στη διώρυγα του Σουέζ και της αναιμικής ζήτησης στη Δυτική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, εκεί δηλαδή όπου κατευθύνονται τα 2/3 των ελληνικών εξαγωγών.
Ωστόσο, όπως διαπιστώνει η μελέτη της ΕΤΕ, οι απώλειες του τελευταίου εξαμήνου ήταν μικρότερες από τη μέση αύξηση των εξαμήνων της δυναμικής περιόδου (0,6 δισ. ευρώ έναντι 1 δισ. ευρώ). Επιπλέον, τα ελληνικά προϊόντα, εξαιρουμένου του διαχρονικά αδύναμου κλάδου ένδυσης, διατήρησαν αλώβητο το αυξημένο μερίδιο που πέτυχαν κατά την εν λόγω περίοδο. Ενδεικτικά, το μερίδιο αγοράς των ελληνικών ακτινιδίων στην Ευρώπη αυξήθηκε το τελευταίο δωδεκάμηνο σε 23% από 12%, λόγω της χαμηλής παραγωγής στις ανταγωνίστριες χώρες, αλλά και του ανοίγματος νέων αγορών, όπως αυτή της Βραζιλίας.
Αύξηση σημείωσε και το μερίδιο των σωλήνων χάλυβα, χάρη στο άνοιγμα σε νέες αγορές, όπως η Μαλαισία. Το μερίδιο ενισχύθηκε σε 5,3% έναντι 1,5% την προηγούμενη χρονιά και ξεπέρασε τον μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών (3%).