Η αποσύνδεση των ευρωπαϊκών οικονομιών από την Κίνα αρχίζει πλέον να αποτελεί πραγματικότητα εν μέρει εξαιτίας της επιβράδυνσης που σημειώνει η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας και εν μέρει λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων ανάμεσα στη δεύτερη οικονομία του κόσμου και τη Δύση. Η εικόνα προκύπτει από τις εμπορικές συναλλαγές της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας με την Κίνα, που φέρουν την υπερδύναμη να είναι πλέον ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, αλλά και από τις επενδύσεις των ευρωπαϊκών εταιρειών που σε μεγάλο ποσοστό έχουν πάψει να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως κύριο προορισμό των κεφαλαίων τους.
Ανατρέποντας τα δεδομένα ετών, ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας είναι πλέον οι ΗΠΑ και όχι η Κίνα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το διμερές εμπόριο Γερμανίας – ΗΠΑ, το άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών ανήλθε το α΄ τρίμηνο στα 63 δισ. ευρώ. Στο ίδιο χρονικό διάστημα το διμερές εμπόριο Γερμανίας – Κίνας περιορίστηκε ελαφρώς κάτω των 60 δισ. ευρώ. Σχολιάζοντας σχετικά ο Κάρτσεν Μπρζέσκι, στέλεχος της ING Research, υπογραμμίζει πως «το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν εκτοπίσει την Κίνα από τη θέση του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της Γερμανίας προδίδει πως αλλάζει δομικά το παγκόσμιο εμπόριο και βρίσκεται σε εξέλιξη η αποσύνδεση της Δύσης από την Κίνα».
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, το Βερολίνο έχει προχωρήσει σε συστάσεις προς τις γερμανικές επιχειρήσεις καλώντας τες να «περιορίσουν το ρίσκο» που συνεπάγεται η έκθεσή τους στην Κίνα, αν και ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς έχει αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο πλήρους αποσύνδεσης της γερμανικής οικονομίας από την κινεζική. Εχει συγκεκριμένα τονίσει πως η Κίνα θα παραμείνει σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, αλλά παράλληλα έχει αναγνωρίσει πως δεν είναι πλέον μόνο εταίρος, αλλά και «συστημικός ανταγωνιστής και αντίπαλος» του Βερολίνου. Πέραν όμως του ανταγωνισμού, έχουν συνδράμει στην ανατροπή και παράγοντες αμιγώς οικονομικής φύσης, όπως, για παράδειγμα, η στιβαρή ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας που οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για γερμανικά προϊόντα. Παράλληλα, η επιβράδυνση της Κίνας έχει μειώσει την εγχώρια ζήτηση και επομένως τη ζήτηση για εισαγωγές από τη Γερμανία.
Οι εντάσεις ανάμεσα σε Ε.Ε. και Κίνα έχουν οξυνθεί, με τις δύο πλευρές να ανταλλάσσουν απειλές για επιβολή δασμών στις εισαγωγές.
Στο μεταξύ, έχουν οξυνθεί περαιτέρω οι εντάσεις ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Κίνα, με τις δύο πλευρές να ανταλλάσσουν απειλές για επιβολή δασμών στις εισαγωγές και ταυτοχρόνως να ανακοινώνουν τη διεξαγωγή ερευνών η μία στις εμπορικές πρακτικές της άλλης. Τον περασμένο μήνα, άλλωστε, δημοσκόπηση του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo μεταξύ επιχειρήσεων εμφανίζει σαφώς μειωμένο το ποσοστό των επιχειρήσεων που θεωρούν ότι εξαρτώνται σημαντικά από την Κίνα. Το ποσοστό αυτό περιορίστηκε τον Φεβρουάριο στο 37%, όταν μόλις δύο χρόνια νωρίτερα ανερχόταν σε 46%. Η έρευνα του Ifo συμπεραίνει μάλιστα πως η αλλαγή οφείλεται στο ότι μειώθηκαν οι γερμανικές εταιρείες που προμηθεύονται προϊόντα από κινεζικές βιομηχανίες.
Οι αλλαγές δεν περιορίζονται στις γερμανικές επιχειρήσεις, αλλά αφορούν γενικότερα τις εταιρείες της Ε.Ε. που χάνουν σταδιακά το ενδιαφέρουν τους για την Κίνα, καθώς προσπαθούν να αποφύγουν τους γεωπολιτικούς κινδύνους και στρέφονται στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας αλλά και της Ευρώπης. Σύμφωνα με έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ε.Ε. στην Κίνα, μόλις το 13% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν την Κίνα ως τον κυριότερο προορισμό για τις επενδύσεις τους. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 2010, ενώ προδίδει διαρκή μείωση του ενδιαφέροντος καθώς είναι σαφώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο 27% που κατεγράφη το 2021. Στην ίδια έρευνα, άλλωστε, πάνω από τα 2/3 των επιχειρήσεων δήλωσαν πως οι συνθήκες είναι δυσκολότερες σήμερα για όσες δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Και είναι το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 10 ετών που εκφράζει αυτή τη δυσαρέσκεια.
Παράλληλα συνεχίζεται ο τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Ομάδα βουλευτών και των δύο κομμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου παρουσίασε νομοσχέδιο που θα διευκολύνει την κυβέρνηση Μπάιντεν να απαγορεύσει τις εξαγορές μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. Το εν λόγω νομοσχέδιο θα εξουσιοδοτήσει επίσης το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου να απαγορεύει στους Αμερικανούς οποιαδήποτε συνεργασία με ξένους, όταν αυτή αφορά την ανάπτυξη συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης που θα μπορούσαν να απειλήσουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Οπως επισημαίνουν αναλυτές του Reuters, στόχος του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι να θωρακίσει από προσφυγές και αγωγές κάθε μελλοντικό νόμο κατά των εξαγωγών τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης. Εχει συνταχθεί, άλλωστε, με τη συνεργασία στελεχών της κυβέρνησης Μπάιντεν, ενώ πιθανώς έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να επεκτείνει τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς πέραν της Κίνας και στη Ρωσία.