Στις 12 Σεπτεμβρίου 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου με στόχο την εναρμόνιση των κανόνων τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών εντός της Ε.Ε.
Μέχρι και σήμερα κάθε κράτος-μέλος, αν και χρησιμοποιεί σαν βασικό μέσο αναφοράς και ερμηνείας τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ, έχει τη διακριτική ευχέρεια να τις ενσωματώνει διαφορετικά στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο. Ετσι, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι πολλές φορές καταλήγουμε στο να εκφράζονται διάφορες αντικρουόμενες θέσεις ανά δικαιοδοσία.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Ελλάδα, όπου αν και υπάρχει αρκετά μεγάλη σύγκλιση σε σχέση με τα όσα ορίζουν οι κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ, εντοπίζονται και σημεία διαφοροποίησης. Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια με την αυξημένη συχνότητα των φορολογικών ελέγχων και την ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνεται σ’ αυτό το πεδίο, έχει έρθει στο προσκήνιο ο αντίκτυπος της ανομοιόμορφης εφαρμογής των κανόνων τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών, όχι μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και παγκοσμίως.
Πού οδηγεί όμως αυτή η ανομοιομορφία; Δίχως αμφιβολία στον κίνδυνο διπλής φορολόγησης και υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά και οι οποίες, σ’ αυτό το μη εναρμονισμένο πλαίσιο, απαιτείται τόσο να αναλαμβάνουν υψηλά κόστη συμμόρφωσης όσο και να στρέφονται σε ένδικα μέσα για την επίλυση τυχόν διαφορών τους με τις φορολογικές αρχές.
Η νέα πρόταση, επί της ουσίας οδηγεί στην εναρμόνιση των κανόνων τεκμηρίωσης σε θέματα όπως ο ορισμός των συνδεδεμένων μερών και οι αναμορφώσεις που διενεργούνται για την ορθή εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων. Ακόμη, επιβεβαιώνονται οι αποδεκτές μέθοδοι τεκμηρίωσης και η σημαντικότητα παραμέτρων που πρέπει να αξιολογούνται, όπως η ακριβής οριοθέτηση και χαρτογράφηση των ενδοομιλικών συναλλαγών και η ανάλυση συγκρισιμότητας.
Με αυτόν τον τρόπο, ως συνδεδεμένο μέρος θα θεωρείται πλέον ένα πρόσωπο που συνδέεται με ένα άλλο με ποσοστό τουλάχιστον 25%, σε αντιδιαστολή με τα όσα μέχρι σήμερα προβλέπονται στο άρθρο 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, στο οποίο σχέση σύνδεσης μεταξύ προσώπων καθορίζεται με αναφορά στο 33%. Στην ίδια λογική παρατίθεται το πλαίσιο αποδοχής των αναμορφώσεων, ανεξαρτήτως του αν αυτές αυξάνουν ή μειώνουν τη φορολογητέα βάση μιας επιχείρησης, ενώ αναφορά γίνεται και για την περίπτωση των αντίστροφων αναμορφώσεων. Βασικό άξονα για την αποδοχή τους πλέον δεν θα αποτελεί το αν ο φόρος που καταβάλλεται σε μια δικαιοδοσία μειώνεται, αλλά το αν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με βασικότερη την επίτευξη συμφωνίας με την αρχή των ίσων αποστάσεων.
Παράλληλα, μελλοντικά ενδέχεται να θεσμοθετηθούν και κανόνες που θα είναι σε συμφωνία με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές για την τεκμηρίωση ενδοομιλικών συναλλαγών σε επίπεδο ΟΟΣΑ και ΟΗΕ, με στόχο την απλούστευση της τεκμηριωτικής προσέγγισης σε συγκεκριμένες κατηγορίες συναλλαγών. Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, αν και το αίσθημα φορολογικής ασφάλειας στους φορολογουμένους θα έχει αυξηθεί σημαντικά, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι παραμένει αμφίβολο το κατά πόσο θα παρέχεται πλήρης εναρμόνιση για ενδοομιλικές συναλλαγές εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τέλος, δεν αποκλείεται να δημιουργηθούν και τυποποιημένα υποδείγματα, που θα καθορίζουν το είδος και το ακριβές περιεχόμενο του υλικού τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, έτσι ώστε η εναρμόνιση να είναι πλήρης σε όλα τα κράτη-μέλη.
Με τα ισχύοντα δεδομένα, που προκύπτουν βάσει της τελευταίας αναθεώρησης επί του κειμένου της οδηγίας κατά τη διαδικασία διαβούλευσης τον Μάρτιο του 2024, η οδηγία απαιτείται να έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 και οι διατάξεις να εφαρμοστούν από την 1η Ιανουαρίου 2025.
*Ο κ. Φώτης Μπεντεβής είναι Manager, Tax στην PwC Ελλάδας.