Με φοροαπαλλαγές στις υπερωρίες και αναδιάρθρωση των κοινωνικών παροχών σχεδιάζει το Βερολίνο να δελεάσει τους εργαζομένους προκειμένου να δουλεύουν περισσότερες ώρες, αντιμετωπίζοντας έτσι μία από τις αιτίες που η Ευρώπη υστερεί σε ανταγωνιστικότητα, καινοτομία και ανάπτυξη έναντι των ΗΠΑ. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς πρόκειται να παρουσιάσει σχετικό «αναπτυξιακό πρόγραμμα», το οποίο μεταξύ άλλων θα παρέχει κίνητρα στους Γερμανούς να εργάζονται περισσότερες ώρες. Το επιχειρεί τώρα ακριβώς που μερικές επαγγελματικές ενώσεις και συνδικάτα, όπως οι εργαζόμενοι στους γερμανικούς σιδηροδρόμους, πέτυχαν να μειώσουν την εβδομάδα εργασίας στις 35 από τις 38 ώρες. Εν ολίγοις, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία ακολουθεί το παράδειγμα της Ολλανδίας και της Βρετανίας που έχουν προηγηθεί με αντίστοιχες κινήσεις. Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, το πρόβλημα στη Γερμανία είναι πως ακόμη και όσοι έχουν χαμηλούς μισθούς αν επιθυμούν να εργαστούν περισσότερες ώρες τελικά χάνουν τις πρόσθετες αμοιβές εξαιτίας των πρόσθετων φόρων και της μείωσης των κοινωνικών παροχών.
Οι Γερμανοί δουλεύουν λιγότερες ώρες από τους πολίτες οποιασδήποτε άλλης ανεπτυγμένης οικονομίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αλλά η εικόνα αντανακλά εν μέρει τον μεγάλο αριθμό γυναικών που εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα τελευταία 50 χρόνια οι Γερμανοί έχουν μειώσει κατά 30% τις ετήσιες ώρες εργασίας τους. Η εικόνα του εργατικού δυναμικού της Γερμανίας αντανακλά τη γενικότερη στάση των Ευρωπαίων, οι οποίοι όλο και περισσότερο επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα διαστήματα πληρωμένων αδειών και περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ο Εντζο Βέμπερ, επικεφαλής του τομέα ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Απασχόληση στη Νυρεμβέργη, σημειώνει ότι «στο φορολογικό σύστημα της Γερμανίας υπάρχουν πολλοί αρνητικοί παράγοντες που αποθαρρύνουν τις γυναίκες από τις πρόσθετες ώρες εργασίας». Οπως εξηγεί ο ίδιος, σε αυτούς τους αρνητικούς παράγοντες συγκαταλέγεται η δυνατότητα των εργαζομένων να απασχολούνται σε θέσεις μερικής απασχόλησης και να αμείβονται με 538 ευρώ τον μήνα, τα οποία όμως είναι αφορολόγητα. Ομοίως και η νομοθεσία που δίνει στα παντρεμένα ζευγάρια τη δυνατότητα να φορολογούνται από κοινού.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Κρίστιαν Λίντνερ ασκεί πιέσεις ώστε να υιοθετηθεί ένα σύστημα φοροαπαλλαγών για όσους εργάζονται πέραν των 41 ωρών την εβδομάδα και να μεταρρυθμιστεί το σύστημα των επιδομάτων ανεργίας. Προσκρούει, ωστόσο, στις αντιρρήσεις των εργατικών συνδικάτων που εναντιώνονται σε αυτές τις ιδέες. Εξακολουθεί πάντως να τις εξετάζει ο κυβερνητικός συνασπισμός των τριών κομμάτων, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα, γήρανση του πληθυσμού και έλλειψη προσωπικού. Στην πρόσφατη εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, ο κ. Λίντνερ τόνισε πως «στην Ιταλία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες ο κόσμος δουλεύει πολύ περισσότερο από όσο στη Γερμανία». Εσπευσε όμως να υπογραμμίσει το μειονέκτημα του γερμανικού συστήματος που οδηγεί «όσους εργάζονται περισσότερο να πληρώνουν υψηλότερους φόρους και εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ ταυτοχρόνως εισπράττουν λιγότερες κοινωνικές παροχές». Σημειωτέον ότι η γερμανική οικονομία, που συρρικνώθηκε εν μέρει και εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέκαμψε το α΄ τρίμηνο του έτους, σημειώνοντας θετικό ρυθμό ανάπτυξης 0,2%. Παραμένει, ωστόσο, μία από τις ασθενέστερες μεγάλες οικονομίες εφόσον το ΑΕΠ της αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο του 1% τον χρόνο.
Η τάση για λιγότερες ώρες εργασίας δεν περιορίζεται, πάντως, στη Γερμανία αλλά παρουσιάζεται σε όλη την Ε.Ε. και έχει ενταθεί μετά την πανδημία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, στα τέλη του 2023 οι εργαζόμενοι στην Ευρωζώνη απασχολήθηκαν στην εργασία τους κατά μέσον όρο πέντε ώρες λιγότερο από όσο εργάζονταν συνήθως προτού η πανδημία πλήξει τη Γηραιά Ηπειρο το 2020. Αυτή η μείωση των ωρών εργασίας ισοδυναμεί με την απώλεια 2 εκατ. εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κάθε χρόνο, όταν στο ίδιο χρονικό διάστημα οι Αμερικανοί εξακολούθησαν να εργάζονται όπως και πριν.