Θολώνει η εικόνα των εργατικών Γερμανών

Θολώνει η εικόνα των εργατικών Γερμανών

Εργάζονται λιγότερο από τους Ελληνες, ζητούν επιπλέον μείωση ωρών εργασίας

3' 38" χρόνος ανάγνωσης

Παραδοσιακά θεωρούνται ένας λαός πειθαρχημένος με αίσθηση καθήκοντος και αποτέλεσε τον ορισμό της επαγγελματικής αξιοπιστίας και της παραγωγικότητας. Το καταμαρτυρούν, άλλωστε, τα επιτεύγματα της βιομηχανίας του και της οικονομίας του. Τα τελευταία χρόνια, όμως, προκύπτει πως οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερες ώρες σε σχέση με τους άλλους λαούς, για την ακρίβεια λιγότερο από τους περισσότερους λαούς των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Και όχι μόνον αυτό αλλά επιδιώκουν να μειώσουν κι άλλο τις ώρες εργασίας τους, ιδιαιτέρως οι νεότερες γενιές που ζητούν περισσότερα χρήματα για λιγότερη εργασία. Η εικόνα προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που φέρουν τους Eλληνες να εργάζονται κατά μέσον όρο 1.886,3 ώρες τον χρόνο, τους Αμερικανούς 1.800 ώρες και τους Γερμανούς μόνον 1.340 ώρες ετησίως. Το θέμα απασχολεί το Βερολίνο που εξετάζει τη δυνατότητα να προσφέρει φορολογικά κίνητρα σε όσους Γερμανούς αποφασίσουν να εργάζονται περισσότερες ώρες. Γίνεται, άλλωστε, όλο και περισσότερο επιτακτική η ανάγκη να αντιμετωπισθεί το θέμα των ωρών εργασίας, δεδομένου ότι μέχρι το 2035 αναμένεται να έχει μειωθεί το εργατικό δυναμικό της κατά 7 εκατ. άτομα εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος. Κάποιοι αμφισβητούν, όμως, τις εντυπώσεις που αφήνουν τα αριθμητικά στοιχεία, τα χαρακτηρίζουν παραπλανητικά και υποστηρίζουν πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη.

Σύμφωνα με τον Εντζο Βέμπερ, αναλυτή του Ινστιτούτου Ερευνών για την Απασχόληση της Νυρεμβέργης, δεν ευσταθεί η εικόνα των άλλοτε εργατικών Γερμανών που τώρα θέλουν μόνον να χαρούν τη ζωή τους. Οπως τονίζει στην ανάλυσή του ο Βέμπερ, στη Γερμανία υπάρχει μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες, αλλά οι μισές από τις εργαζόμενες βρίσκονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι κατεβάζουν τον στατιστικό μέσο όρο των ωρών εργασίας στη χώρα, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οπως εξηγεί ο ίδιος, όταν δύο άνδρες εργάζονται 10 ώρες ο καθένας στη χώρα του, ο μέσος όρος ωρών εργασίας αυτής της χώρας θα είναι 10 ώρες. Αν, όμως, σε μια άλλη χώρα δύο άνδρες εργάζονται 10 ώρες ο καθένας και μια γυναίκα εργάζεται 4 ώρες, τότε κατεβαίνει ο στατιστικός μέσος όρος στις 8 ώρες.

Κατά τους αναλυτές, τα στοιχεία είναι παραπλανητικά και οφείλονται στο μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών μερικής απασχόλησης.

Μιλώντας στην Deutsche Welle, ο εν λόγω αναλυτής χαρακτηρίζει παραπλανητική την πρώτη εντύπωση που προκύπτει από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και υποστηρίζει πως στην πραγματικότητα οι Γερμανοί δουλεύουν περισσότερο. «Η εναλλακτική θα ήταν να μη συμπεριληφθούν καθόλου οι γυναίκες στον υπολογισμό του στατιστικού μέσου όρου προκειμένου να μην προκύψει η στρέβλωση», τονίζει ο ίδιος. Επικαλείται μάλιστα τον ίδιο τον ΟΟΣΑ που επανειλημμένως έχει υπογραμμίσει πως τα στοιχεία του είναι ελλιπή για συγκρίσεις σε διεθνές επίπεδο. Οπως επισημαίνει ο Βέμπερ, που προσφάτως δημοσίευσε σχετική μελέτη, έχουν παρέλθει προ πολλού οι εποχές που στη Γερμανία εργάζονταν οι άνδρες και οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι, και σήμερα το 77% των Γερμανίδων εργάζεται. Πρόκειται για μια σημαντική αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων γυναικών που έχει σημειωθεί μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, έστω κι αν πολλές εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Ιδιαίτερο στοιχείο σχετικό με τη συμμετοχή των Γερμανίδων στην αγορά εργασίας είναι ότι σχεδόν οι μισές από όσες είναι σε θέσεις πλήρους απασχόλησης θα ήθελαν να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους κατά περίπου έξι ώρες την εβδομάδα. Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από την έρευνα του Βέμπερ, όπως επίσης και ότι το 60% των ανδρών που εργάζονται σε θέσεις πλήρους απασχόλησης θα ήθελαν να εργάζονται κατά 5,5 ώρες λιγότερο την εβδομάδα.

Το ιδιαίτερο αυτό στοιχείο, η επιθυμία των Γερμανών και των δύο φύλων να εργάζονται λιγότερο, έχει καταγραφεί εδώ και δεκαετίες. Τώρα όμως έχει ενισχυθεί η τάση και έχει φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των μελών της λεγόμενης γενιάς Ζ, όπως αποκαλείται η γενιά όσων έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1995 και το 2010 και μπήκαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια. Επικρατεί η εντύπωση πως η γενιά αυτή διεκδικεί υψηλούς μισθούς και όσο λιγότερες ώρες γίνεται. Σύμφωνα όμως με τον Βέμπερ, πρόκειται για ένα στερεότυπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς η επαγγελματική επιτυχία είναι τόσο σημαντική για την πλειονότητα των νέων Γερμανών όσο ήταν και για τις παλαιότερες γενιές. Τα αιτήματα αυτής της γενιάς για πιο ευέλικτα ωράρια έχουν εξελιχθεί σε γενικότερο αίτημα των ισχυρών εργατικών συνδικάτων της Γερμανίας, που έχουν ενισχυθεί χάρη στην πανδημία και στη συνεπακόλουθη έλλειψη εργατικών χεριών. Οι εργαζόμενοι έχουν σήμερα ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση και μπορούν να απαιτούν περισσότερες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις από όσες διεκδίκησε η γενιά της χιλιετίας όταν η Γερμανία μαστιζόταν από ανεργία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT