Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δημιουργεί μια νέα γενιά Ρώσων δισεκατομμυριούχων. Αφ’ ης στιγμής ανήλθε στην εξουσία προ 25ετίας, πρώτα φίμωσε την παλαιότερη γενιά ολιγαρχών και μετά έχρισε μία νέα με μεγιστάνες, εκ των οποίων οι περισσότεροι επιλέγονταν μεταξύ των παλαιών συναδέλφων του στις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών. Σήμερα, εμφανίζεται το τρίτο κύμα επίδοξων ολιγαρχών, οι οποίοι θα κατέχουν και θα διαχειρίζονται τα από τις δυτικές επιχειρήσεις κατεσχημένα περιουσιακά στοιχεία. Μπορεί να διαθέτουν ευστροφία στη διοίκηση των εν λόγω μονάδων, αλλά δεν θα παύσουν να είναι υποτελείς στο Κρεμλίνο τόσο όσο και οι προκάτοχοί τους.
Η πρώτη γενιά πλούτισε με τις άγριες ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του 1990 επί προεδρίας Μπόρις Γέλτσιν. Επί Πούτιν ορισμένοι πήραν το πράσινο φως να εξακολουθούν να διαχειρίζονται την τεράστια περιουσία τους, αρκεί να τηρούν τις εντολές του. Δύο εξ αυτών είναι ο Βλαντιμίρ Ποτάνιν, ιδιοκτήτης του κολοσσού της μεταλλοβιομηχανίας Norilsk Nickel αξίας 24 δισ. δολαρίων και ο Ολέγκ Ντεριπάσκα, επικεφαλής μιας τεράστιας βιομηχανικής αυτοκρατορίας βασισμένης στο αλουμίνιο. Κάποιοι δεν κατέληξαν καλά.
Ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, ο οποίος έκανε περιουσία στο πετρέλαιο, τα αυτοκίνητα και τα ΜΜΕ, πριν μεταναστεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο έπειτα από μια ρήξη με τον Πούτιν, είναι νεκρός. Αλλοι μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους στο εξωτερικό, αλλά διατηρούν καλές σχέσεις με το Κρεμλίνο. Ο Μιχαήλ Φρίντμαν, λόγου χάριν, είναι πρώην μεγιστάνας των πετρελαιοειδών, του οποίου τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων τώρα ασκεί η LetterOne στο Λουξεμβούργο.
Πάντως, ο Ρώσος πρόεδρος λίγους λόγους έχει να ανησυχεί για το δεύτερο κύμα ζάπλουτων επιχειρηματιών, που επωφελήθηκαν από την αναδιανομή των κρατικών ενεργειακών περιουσιακών στοιχείων από τον ίδιο πριν από 20 χρόνια και πλέον. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Ιγκόρ Σεχίν, τον οποίο ο Πούτιν όρισε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, πριν τον τοποθετήσει το 2012 στο πηδάλιο της Rosneft. Παρόλο που οι παλαιότερες γενιές δεν έχουν χάσει την επιρροή τους, ήρθε η ώρα για αλλαγή φρουράς.
Μέχρι πρότινος δεν είχε ακούσει κανείς εκτός Ρωσίας τους Αλεξάντερ Βαρσάβσκι ή Αλεξάντερ Γκόβορ. Ο Βαρσάβσκι ήταν πρώην ιδιοκτήτης αντιπροσωπειών της Volkswagen και τώρα ιδιοκτήτης-διαχειριστής ενός δικού της εργοστασίου στη βόρεια Ρωσία, ενώ έχει αναλάβει και τα περιουσιακά στοιχεία της Hyundai – συνολικά του απέφεραν το 2021 έσοδα 7 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τη ρωσική ανεξάρτητη ειδησεογραφική ιστοσελίδα The Bell.
Ο Γκόβορ, ιδιοκτήτης των φραντσάιζ των McDonald’s στη Ρωσία, σήμερα μαζί με τον σύντροφό του Αρσέν Κανόκοφ έχει κληρονομήσει την αλυσίδα αυτών των εστιατορίων, τα Starbucks και την αλυσίδα της Domino’s Pizza.
Το νέο κύμα επίδοξων ολιγαρχών διαφέρει από τους παλαιότερους, διότι έχουν παρελθόν στο επιχειρείν, διαθέτουν κάποιες ικανότητες και δείχνουν τόσο έμπειροι στις θεμελιώδεις αρχές κέρδους – ζημίας και του ανταγωνισμού όσο και στη σκιώδη και διεφθαρμένη αρχιτεκτονική του συστήματος. Δραστηριοποιούνται στους τομείς των καταναλωτικών αγαθών, των υπηρεσιών και του λιανικού εμπορίου, διότι η ενέργεια και οι πρώτες ύλες είχαν δοθεί στους μεγαλύτερους.
Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το νέο πλαίσιο: η Ρωσία έχει πλέον αποκοπεί από τις ξένες πιστώσεις και ο Πούτιν είναι πρόθυμος να αυξήσει την αυτοδυναμία της χώρας του σε μια ολόκληρη σειρά καταναλωτικών αγαθών. Οι νέοι μεγιστάνες των επιχειρήσεων της Ρωσίας δεν αναμειγνύονται με την εξουσία και ίσως και να συνδράμουν την εθνική οικονομία, δίνοντας ώθηση σε άλλους τομείς πλην της ενέργειας, από την οποία εξαρτάται σε υπέρτατο βαθμό.