Οι τέσσερις προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία

Οι τέσσερις προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία

Οικονομικοί αναλυτές μιλούν στην «Κ» για τα μεγάλα θέματα που ανοίγονται μετά τις ευρωεκλογές

9' 7" χρόνος ανάγνωσης

Απαντήσεις σε μεγάλες προκλήσεις, με επίκεντρο την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα κληθεί να δώσει η επόμενη ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί σημαντικά, συμμετέχοντας δημιουργικά στις διαπραγματεύσεις σε ένα νέο ρόλο, μακριά από το προβληματικό παρελθόν της.

Στο συμπέρασμα αυτό κατατείνουν οι εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών που μίλησαν στην «Κ», φωτίζοντας τα μεγάλα θέματα που ανοίγονται προς διαπραγμάτευση μετά τις σημερινές ευρωεκλογές (και τα οποία, παρεμπιπτόντως, ελάχιστα απασχόλησαν τον προεκλογικό διάλογο εδώ). Κι όμως, όπως λέει ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής Μιχάλης Αργυρού, για πρώτη φορά είναι τόσο μεγάλη η ταύτιση ευρωπαϊκής ατζέντας και ελληνικών συμφερόντων.

Συγκρούσεις Βορρά και Νότου, μεγάλων και μικρών χωρών, αλλά και συντηρητικών, λαϊκιστών και κεντροαριστερών δυνάμεων προοιωνίζονται οι τοποθετήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει, ενόψει αποφάσεων από την επόμενη ηγεσία της Ε.Ε., Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Κομισιόν. Οπως επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, το κυρίαρχο ζήτημα είναι στην πραγματικότητα η υστέρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που μπορεί να αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά επηρεάζοντας και τις πολιτικές εξελίξεις.

Ποια είναι τα μεγάλα θέματα που αναμένεται να ανοίξουν:

1. Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που τίθεται σε εφαρμογή από τον επόμενο χρόνο είναι μια επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Τα κράτη-μέλη θα κληθούν στις 21 Ιουνίου από την Κομισιόν να συντάξουν 4ετή σχέδια, ένα σημαντικό στοιχείο ευελιξίας, όπως επισημαίνει ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς. Θα είναι, όμως, στόχοι φιλόδοξοι και όχι εύκολα εφαρμόσιμοι από όλες τις χώρες.

2. Η συνέχιση ή μη του Ταμείου Ανάκαμψης, μετά το 2026, με νέο περιεχόμενο, κυρίως τη στήριξη της πράσινης μετάβασης. Η συζήτηση έχει ήδη φουντώσει, καθώς είναι βέβαιον ότι πολλά έργα του υφιστάμενου Ταμείου δεν θα προλάβουν να ολοκληρωθούν, ενώ υπάρχει επιπλέον τεράστιο επενδυτικό κενό κυρίως για τις πράσινες επενδύσεις που απαιτούνται για να πετύχει η Ε.Ε. τους στόχους της, αλλά και για τις ψηφιακές.

3. Η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών και η Τραπεζική Ενωση. Η εκκρεμότητα ως προς τις κεφαλαιαγορές ξεκινάει από το 2015, αλλά πλέον είναι σαφές ότι ο κατακερματισμός διώχνει τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες προς αναζήτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικά, όπως είπε η αρμόδια επίτροπος Μ. ΜακΓκίνες, η γερμανική Birkenstock στράφηκε στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

4. Η στήριξη της ευρωπαϊκής άμυνας και της αμυντικής βιομηχανίας σε συνδυασμό με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Ολα σχετίζονται λίγο έως πολύ με την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία δοκιμάζεται σκληρά τα τελευταία χρόνια και προβλέπεται να συνεχίσει να υφίσταται πιέσεις από Κίνα και ΗΠΑ. Η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως αναφέρει και ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής Π. Λιαργκόβας, στο σχόλιό του.

Για το θέμα της ανταγωνιστικότητας αναμένεται με ενδιαφέρον η έκθεση του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού και πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Ηδη έχει προϊδεάσει σε πρόσφατη ομιλία του για τις απόψεις του. Η Ευρώπη πάσχει λόγω κατακερματισμού: οι 5 μεγαλύτεροι «παίκτες» ελέγχουν το 80% της αγοράς της αμυντικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ, έναντι 45% στην Ευρώπη.

Επίσης, η Ευρώπη έχει 34 ομίλους δικτύων κινητής τηλεφωνίας, έναντι 3 στις ΗΠΑ και 4 στην Κίνα. Εν ολίγοις ο κ. Ντράγκι αναμένεται να ζητήσει περισσότερη ενοποίηση και συνεργασία.Αυτό, όμως, που συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση –πάντα– είναι η εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης για την εφαρμογή των όποιων αποφάσεων. Οι συγκρούσεις εδώ προβλέπονται έντονες.

Η Ελλάδα χώρα-κλειδί για την Ε.Ε.    

Του Μιχάλη Γ. Αργυρού*
 
Από τις ευρωεκλογές του 2019 το ευρωπαϊκό οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο έχει αλλάξει δραστικά: η πανδημία του 2020 και η παράνομη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν αναδείξει την ανάγκη της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης σε υλικά ζωτικής σημασίας και ενέργεια. Ταυτόχρονα έχει καταστεί επείγουσα η ανάγκη μεγάλων επενδύσεων στις αμυντικές ικανότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυξημένες ανάγκες υπάρχουν και για την ευρύτερη εξωτερική ασφάλεια και την πολιτική μετανάστευσης της Ενωσης. Το διευρυμένο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Ασίας αναδεικνύει την καθοριστική σημασία της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης και της εμβάθυνσης της ένωσης κεφαλαιαγορών, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις σε καινοτομία και δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Αμεσα συνδεδεμένη με αυτή την προτεραιότητα είναι και η βελτίωση της λειτουργίας της Ενιαίας Αγοράς, όπως ενδελεχώς αναλύθηκε στην έκθεση Λέτα. Στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας παραμένει η πράσινη μετάβαση, η οποία, εκτός από τον τομέα της ενέργειας, συνδέεται ευθέως και με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, την Κοινή Αγροτική Πολιτική και την Πολιτική Συνοχής. Τέλος, σημαντική προτεραιότητα για τα επόμενα χρόνια είναι η διεύρυνση της Ενωσης, κεφάλαιο που καλύπτει και την εξέλιξη της σχέσης της Ενωσης με την Ουκρανία, ενώ ζωτικής σημασίας είναι και η αύξηση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Ευρώπης, ειδικά στην άμεση γειτονία.    

Είναι ίσως η πρώτη φορά τα τελευταία πολλά χρόνια όπου η ταύτιση της ευρωπαϊκής ατζέντας και συμφερόντων είναι τόσο ευρεία με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και προτεραιότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η άμυνα και η εξωτερική ασφάλεια, η μετανάστευση, η διεύρυνση και η αναβάθμιση της σχέσης με την άμεση γειτονία, η πολιτική ενέργειας, αλλά και η ανταγωνιστικότητα, η Πολιτική Συνοχής και η Κοινή Αγροτική Πολιτική.

Τα επόμενα χρόνια η χώρα μας έχει τη δυνατότητα (όπως ήδη αυξανόμενα κάνει) να αποτελέσει χώρα-κλειδί με ισχυρή επιρροή στις μεγάλες ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αυτό απαιτεί συνέχεια και συνέπεια στη σημερινή εσωτερική σταθερότητα και εξωτερική αξιοπιστία της χώρας. Είναι προϋποθέσεις απαραίτητες ώστε να υιοθετηθούν ευρωπαϊκές πολιτικές που εξυπηρετούν αποτελεσματικά τα όλο και πιο ταυτιζόμενα ελληνικά και ενωσιακά συμφέροντα.   

*Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων  

Μεγάλο το έλλειμμα καινοτομίας  

Του Νίκου Βέττα*

Η περίοδος που θα ακολουθήσει τις ευρωεκλογές δεν θα είναι εύκολη για την Ευρώπη. Οι εξελίξεις, μαζί με εθνικές εκλογές που έρχονται, όπως και αυτές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα θέσουν πιεστικά ερωτήματα, ενώ θα υπάρχει ταυτόχρονα αναζήτηση μακροπρόθεσμης κατεύθυνσης. Η οικονομία πιέζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, που ακόμη και αν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν διαδοχικές κρίσεις, δεν έχουν ισχυρή δυναμική.

Από την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, το Brexit, αργότερα την πανδημία, τις αναταράξεις στις αγορές ενέργειας, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις και περιφερειακές συγκρούσεις, μπορεί να έχει αποφευχθεί ένα περισσότερο καταστροφικό αποτέλεσμα και να διαφαίνεται ανθεκτικότητα, όμως οι πληγές συσσωρεύονται. Ενόσω κυριαρχεί η ανάγκη διαχείρισης κρίσεων, το σημαντικότερο ζήτημα είναι η υστέρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που μπορεί να αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά επηρεάζοντας και τις πολιτικές εξελίξεις.

Το πρώτο πεδίο όπου είναι αναγκαίο να υπάρξει αλλαγή πορείας αφορά το τι και πώς παράγεται. Μικρό μόνο μέρος των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών αντανακλούν καινοτομία σε επαρκή βαθμό, ενώ σχετικά αργή είναι η δημιουργία και η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Λίγες είναι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που πρωτοπορούν παγκοσμίως και διαμορφώνουν μέσω των επιλογών τους τις εξελίξεις στις αγορές. Η απόδοση των επενδύσεων είναι συνεπώς χαμηλή και το ίδιο ισχύει για τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.  

Το δεύτερο πεδίο είναι οι άνθρωποι. Παρά τις θετικές επιδόσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τα δικαιώματα και την ευρύτερη λειτουργία σχετικών θεσμών, η αδύναμη δημογραφική δυναμική μαζί με την έλλειψη μιας αποτελεσματικής προσέλκυσης νέων ανθρώπων δημιουργεί ισχυρές ανισορροπίες. Το πώς θα μπορεί η Ευρώπη να κρατήσει και να προσελκύσει δυναμικά στρώματα του πληθυσμού που θα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν υψηλή αξία αποτελεί κεντρικό στοίχημα. Αυτό προϋποθέτει μια διαφορετική αντιμετώπιση του πώς μαθαίνουμε και πώς εργαζόμαστε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, με περισσότερες επιλογές και ελευθερία.  

Η χώρα μας είναι από αυτές που έχουν τις μεγαλύτερες οικονομικές προκλήσεις μπροστά τους. Η στενότερη διασύνδεσή της με τις παγκόσμιες τεχνολογικές τάσεις και η ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση ευρωπαϊκών πολιτικών είναι προϋπόθεση για την ευημερία της. 

*Γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ 

Χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις  

Του Παναγιώτη Λιαργκόβα*

Μετά τις ευρωεκλογές, η Ε.Ε. θα πρέπει να καταπιαστεί με την αντιμετώπιση των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει. Το πώς ακριβώς θα αντιδράσει έχει τεράστια σημασία και για τη δική μας οικονομία. Το σίγουρο είναι ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να εστιάσει στην ενίσχυση των οικονομικών της δομών, προωθώντας ταυτόχρονα την ανάκαμψη και τη βιωσιμότητα. Αυτό περιλαμβάνει την υιοθέτηση νέων οικονομικών πολιτικών, την ενίσχυση του εμπορίου και την επένδυση σε βιώσιμες τεχνολογίες. Μόνο έτσι θα καταφέρει να καλύψει το χαμένο έδαφος σε αναπτυξιακή δυναμική, ψηφιακό μετασχηματισμό, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα έναντι των ΗΠΑ.

Αναφορικά με την οικονομική πολιτική, αυτό που μέχρι στιγμής γνωρίζουμε είναι ότι από τις αρχές του νέου έτους θα ισχύουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες με περιορισμούς στην αύξηση των δημοσίων δαπανών και υποχρεωτική μείωση του χρέους. Οι κανόνες αυτοί θα διαμορφώσουν ένα δημοσιονομικό πλαίσιο ήπιας λιτότητας. Στον βαθμό που η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, άνω του 2%, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Αν όμως οι αναπτυξιακοί ρυθμοί πέσουν, η προσπάθεια θα δυσκολέψει. Στο πεδίο του εμπορίου, η Ε.Ε. το επόμενο διάστημα θα βρεθεί αντιμέτωπη με την εισβολή φθηνών εισαγωγών από την Κίνα, ιδιαίτερα σε πράσινα αγαθά, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Μάλιστα οι Κινέζοι έχουν βάλει στόχο να διακινούν το ένα τρίτο της παγκόσμιας αγοράς ηλεκτρικών μηχανημάτων μέχρι το 2030. Αν συμβεί αυτό, οι γερμανικές και οι γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες θα αντιμετωπίσουν τεράστιο ανταγωνισμό. Πώς θα τα βγάλουν πέρα; Με δασμούς; Ο προστατευτισμός δεν είναι καλή λύση. Θα οδηγήσει σε απώλεια ευημερίας και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τέλος, η Ε.Ε. έχει ανάγκη από περισσότερες επενδύσεις για να χρηματοδοτήσει τα στρατηγικά σχέδια της πράσινης (και ακριβής) μετάβασης. Η Ελλάδα έχει επιπλέον ανάγκη να καλύψει το επενδυτικό της κενό. Πώς θα γίνει αυτό; Με μεταρρυθμίσεις, που όμως, σε πολλές περιπτώσεις, αργούν.  

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ  

Επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία  

Του Γιάννη Τσουκαλά*

Η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμετώπισε πολλαπλές και πρωτόγνωρες προκλήσεις μετά την περίοδο που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ομως χάνει έδαφος σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία σε σχέση με τους βασικούς και περισσότερο δυναμικούς εμπορικούς της εταίρους, ΗΠΑ, Κίνα αλλά και την ανερχόμενη Ινδία, ενώ παραμένουν και οι μακροχρόνιες προκλήσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού. Η αναγκαστική δημοσιονομική χαλάρωση των τελευταίων τριών ετών δημιούργησε νέα χρέη στα κράτη-μέλη.  

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα καθορίσει τη συνέχιση της προόδου της ευρωπαϊκής ενοποίησης προκειμένου να ολοκληρώσει επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση αλλά και την αμυντική της ασφάλεια. Η πρόσφατη απόφαση από το Συμβούλιο της Ε.Ε. εισήγαγε το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., ενσωματώνοντας νέους δημοσιονομικούς κανόνες με στόχο να μειωθούν οι δείκτες χρέους και τα ελλείμματα με σταδιακό, ρεαλιστικό και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο, και, παράλληλα, να προστατευθούν οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις στους παραπάνω στρατηγικούς τομείς.    

Η έμφαση μετατοπίζεται στην παρακολούθηση των δαπανών που επηρεάζουν τη μείωση του χρέους και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα σε ένα χρονικό πλαίσιο τεσσάρων έως επτά ετών – ένα σημαντικό στοιχείο ευελιξίας σε σύγκριση με το προηγούμενο σύστημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα μας έχει η προνομιακή μεταχείριση των επενδυτικών αμυντικών δαπανών. Η φιλοσοφία του νέου πλαισίου είναι να μειώνεται το χρέος σε περιόδους ανάπτυξης ώστε να δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για την προστασία των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων.  

Η E.E. βγήκε ενισχυμένη από την πανδημία με την εισαγωγή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δείχνοντας τον δρόμο του ενιαίου δανεισμού της Ε.Ε. Απαιτούνται πλέον τολμηρά βήματα για την ολοκλήρωση της ένωσης των κεφαλαιαγορών των χωρών-μελών, για την ολοκλήρωση μεγάλων επενδύσεων προς όφελος των χωρών της περιφέρειας.   

*Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT