Στην εποχή του 1917 οι αποσταγματοποιοί…

Στην εποχή του 1917 οι αποσταγματοποιοί…

Η απαρχαιωμένη ελληνική νομοθεσία απαγορεύει την παραγωγή παλαιωμένων αποσταγμάτων υψηλής προστιθέμενης αξίας

3' 48" χρόνος ανάγνωσης

Με… παλαιωμένη νομοθεσία και μάλιστα ηλικίας 107 ετών καλούνται οι σύγχρονοι αποσταγματοποιοί στην Ελλάδα να ανταγωνιστούν τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη. Οχι όμως επί ίσοις όροις, καθώς η απαρχαιωμένη νομοθεσία που διέπει εν πολλοίς ακόμη την παραγωγή αποσταγμάτων, με διατάξεις που παραμένουν ίδιες ακόμη και από το 1917, όταν θεσπίστηκε ο νόμος 971 περί φορολογίας οινοπνεύματος, καθιστά απαγορευτική την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα μπορούσαν να αποφέρουν περισσότερα έσοδα και κέρδη από πωλήσεις εντός και εκτός Ελλάδας.

O παραλογισμός

Στην εποχή λοιπόν της ψηφιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης, εάν ένας αποσταγματοποιός θέλει να φτιάξει ένα τσίπουρο παλαίωσης 2 ετών θα πρέπει να ακολουθήσει την εξής διαδικασία: αφού παραγάγει το απόσταγμα για να το βάλει σε βαρέλι ή σε δεξαμενή θα πρέπει πρώτα να καλέσει τον αρμόδιο υπάλληλο από το Γενικό Χημείο του Κράτους για να κλείσει ραντεβού. Οταν βρεθεί διαθέσιμο ραντεβού, θα πάει ο χημικός στο αποστακτήριο, παρουσία του θα ζυγισθεί το απόσταγμα και τότε θα τοποθετηθεί σε βαρέλι ή δεξαμενή για την παλαίωση. Το δοχείο στο οποίο θα τοποθετηθεί το απόσταγμα πρέπει να σφραγιστεί με… βουλοκέρι. Μάλιστα, σε πολύ μεγάλη εταιρεία του κλάδου, κατά τη διαδικασία αυτή παραλίγο να πιάσουν φωτιά οι εγκαταστάσεις, καθώς χρησιμοποιήθηκε καμινέτο. Ο αποσταγματοποιός δεν μπορεί να αποσφραγίσει το δοχείο στη διάρκεια της διαδικασίας παλαίωσης για να ελέγξει την ποιότητα του προϊόντος, τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, τη γεύση, παρά μόνο όταν θα πρέπει να το εμφιαλώσει, με την αποσφράγιση να γίνεται πάλι παρουσία αρμόδιου υπαλλήλου του ΓΧΚ.

Με άλλα λόγια, εάν το απόσταγμα έχει μετατραπεί σε… ξίδι θα το μάθει, εν προκειμένω, έπειτα από δύο χρόνια. Αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η οποία άλλαξε τελευταία φορά το 2001, χωρίς όμως να εκσυγχρονισθεί ιδιαιτέρως, με διατάξεις του νόμου 971 του 1917 και Βασιλικού Διατάγματος του Φεβρουαρίου του 1939 να παραμένουν σε ισχύ, στα παραγόμενα αποστάγματα αναγνωρίζεται φύρα μέχρι 2% για έλλειμμα προϊόντος που βεβαιώνεται μέσα στον μήνα που αυτά παρήχθησαν. Εφόσον τα αποστάγματα αυτά τεθούν σε παλαίωση αναγνωρίζεται φύρα 0,50% κατά μήνα για τους επόμενους μήνες. Σε περίπτωση διαπίστωσης μεγαλύτερης φύρας, ακόμη και αν το δοχείο είναι σφραγισμένο και δεν έχει διαπιστωθεί διαρροή, ο αποσταγματοποιός πληρώνει πρόστιμο για το προϊόν που λείπει ακόμη και αν πρόκειται για φυσική απώλεια.

Ο αποσταγματοποιός δεν μπορεί να αποσφραγίσει το δοχείο στη διάρκεια της διαδικασίας παλαίωσης για να ελέγξει την ποιότητα του προϊόντος.

Πολύ γνωστός αποσταγματοποιός παρήγαγε παλαιωμένο τσίπουρο παλαίωσης ενός έτους. Η φύρα που διαπιστώθηκε ήταν 7,5%, ουσιαστικά εντός του ορίου που προβλέπεται σε 12 μήνες (2% +0,50% * 11 μήνες), αν και δεν είχε αποσφραγισθεί νωρίτερα το δοχείο ούτε διαπιστώθηκε διαρροή. Ωστόσο, του επιβλήθηκε πολύ υψηλό πρόστιμο διότι θα έπρεπε να βεβαιωθεί το 2% μετά τον πρώτο μήνα, κάτι που σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποσφραγισθεί το δοχείο. Το πρόστιμο μάλιστα υπολογίζεται με βάση τη φορολογία για τα ποτά και όχι τη χαμηλότερη που ισχύει για το τσίπουρο. Ας σημειωθεί ότι όταν φτιάχτηκε η νομοθεσία, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ξύλινα βαρέλια και όχι και ανοξείδωτες δεξαμενές, όπου ο βαθμός και ο χρόνος εμφάνισης φύρας είναι πολύ διαφορετικός.

Ας σημειωθεί δε ότι μόνο εάν ακολουθηθεί η διαδικασία με τη σφράγιση και την αποσφράγιση, μπορεί ένα απόσταγμα να φέρει την επισήμανση παλαιωμένο. Ενα ακόμη παράδοξο; Ο περιορισμός αυτός δεν υφίσταται εάν παρόμοια επισήμανση είναι σε άλλη γλώσσα, π.χ. «reserved».

Αν και ο όγκος των ελληνικών αποσταγμάτων που εξάγονται είναι διαχρονικά μεγαλύτερος από αυτόν των εισαγωγών αλκοολούχων ποτών, η αξία των ελληνικών εξαγωγών είναι πολύ χαμηλότερη, κάτι που οι αποσταγματοποιοί αποδίδουν σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη των προαναφερθέντων ρυθμιστικών εμποδίων.

«Τα ελληνικά αποστάγματα είναι φθηνά. Δεν μπορούμε πρακτικά να προχωρήσουμε σε ευρεία παραγωγή και εξαγωγή παλαιωμένων αποσταγμάτων, προϊόντων δηλαδή υψηλής προστιθέμενης αξίας», τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο κ. Χάρης Μαυράκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), στη διάρκεια της ανοιχτής συνεδρίασης της 29ης ετήσιας συνέλευσης του συνδέσμου.

Το 2023 εξήχθησαν 36,2 εκατ. κιλά ελληνικών αλκοολούχων ποτών αξίας 106,1 εκατ. ευρώ και εισήχθησαν 30,8 εκατ. κιλά αλκοολούχων ποτών αξίας 215,4 εκατ. ευρώ. Οπως πρόσθεσε ο κ. Κώστας Ράπτης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΑΟΠ και πολύπειρο στέλεχος της ΜΕΤΑΧΑ, «είναι ελάχιστα τα παλαιωμένα αποστάγματα που εξάγονται, με το ποσοστό τους να μην μπορεί να υπολογισθεί καν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας ικανοποιεί το γεγονός ότι η αξία των εξαγωγών ξεπέρασε τα 100 εκατ. ευρώ το 2023».

Ας σημειωθεί ότι αυτή δεν είναι η μοναδική περίπτωση που εξαιτίας της αναχρονιστικής νομοθεσίας δεν μπορεί να παραχθεί κάποιο ποτό στην Ελλάδα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια νόμος του 1922 απαγόρευε την παραγωγή μηλίτη από ελληνικές ζυθοποιίες, απαγόρευση που τελικά ήρθη με τον νόμο 4474/2017.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT