Η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη

Η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη

Τι δείχνει η πορεία των ελληνικών ομολόγων από τις ευρωεκλογές και μετά

5' 28" χρόνος ανάγνωσης

Το spread των ελληνικών ομολόγων έχει αυξηθεί όσο και το spread των γαλλικών, έπειτα από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Το βέβαιο είναι πως έχουμε μπει σε μια περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας, όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά και διεθνώς, με τις πρόωρες εκλογές στη Γαλλία σε δύο εβδομάδες και τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο να αναμένεται να δημιουργήσουν νέα δεδομένα για την οικονομία και την πολιτική. Ωστόσο, αν και η ελληνική οικονομία έχει γίνει πολύ πιο ανθεκτική στα εξωτερικά σοκ σε σχέση με το παρελθόν, η εικόνα στην αγορά ομολόγων αποδεικνύει πως παραμένει ευάλωτη και πως η… τάση για προβληματισμό από τους επενδυτές προς τη χώρα μας παραμένει.

Γαλλικές παρενέργειες

Οι ανησυχίες των επενδυτών για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία άσκησαν πιέσεις στα περισσότερα ομόλογα των χωρών του νότου, ωστόσο η Ελλάδα δέχτηκε τις μεγαλύτερες. Ειδικότερα, το ελληνικό spread (η διαφορά απόδοσης με τη Γερμανία) αυξήθηκε στις 125 μονάδες βάσης και στα υψηλότερα επίπεδα από τον Νοέμβριο του 2023, έχοντας καταγράψει αύξηση 25 μ.β. τις δύο τελευταίες εβδομάδες, όσο και το spread στη Γαλλία που διαμορφώθηκε την Παρασκευή στις 74 μ.β. Για την Ιταλία η αύξηση του spread ήταν μικρότερη, στις 20 μ.β. (έφτασε τις 152 μ.β.), για την Ισπανία κινήθηκε στις 17 μ.β., ενώ για την Πορτογαλία στις 13 μ.β.

Οι οικονομολόγοι με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» επισημαίνουν πως η αύξηση του ελληνικού spread οφείλεται τόσο στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στη χώρα και την Ε.Ε. όσο και στα σημαντικά «ανοιχτά μέτωπα» που διατηρεί η ελληνική οικονομία. Και για να μπορέσει να πλοηγηθεί με ηρεμία στην τρέχουσα περίοδο αβεβαιότητας και σε όποια αναταραχή προκύψει μελλοντικά, θα πρέπει να δείξει στις αγορές ότι τα κλείνει. Αυτά αφορούν την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού, τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την εφαρμογή περισσότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη συνέχιση της προσέλκυσης μιας σταθερής ροής επενδύσεων.

«Η άνοδος του spread οφείλεται περισσότερο στα σχετικά απογοητευτικά αποτελέσματα για τη Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές και στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων», όπως σημειώνει στην «Κ» ο Πάολο Γκρινιάνι, οικονομολόγος της Oxford Economics, προσθέτοντας πως δεν θεωρεί πάντως ότι αυτό θα θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ελληνικής κυβέρνησης. «Αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση τώρα είναι να βάλει τη χώρα σε μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία και το NextGenEU (Ταμείο Ανάκαμψης) είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό. Ωστόσο, η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να αυξήσει τη διαφάνεια στη διαδικασία και να διασφαλίσει ότι τα χρήματα που έλαβε από την Ε.Ε. δαπανώνται πραγματικά», όπως τονίζει ο κ. Γκρινιάνι.

Το μεγάλο «αγκάθι»

Το γεγονός ότι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία παραμένουν πολύ ευαίσθητα στις διεθνείς συνθήκες δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, σημειώνει στην «Κ» και ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, παγκόσμιος επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος του G10 στην Bank of America. «Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, πράγμα που σημαίνει ότι βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ξένη χρηματοδότηση. Αυτό αφήνει την ελληνική οικονομία ευάλωτη στην αστάθεια της παγκόσμιας αγοράς. Ολες οι άλλες χώρες της περιφέρειας, συμπεριλαμβανομένων της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, έχουν πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών», επισημαίνει ο κ. Βαμβακίδης.

Συνέχιση μεταρρυθμίσεων, προσέλκυση επενδύσεων και μείωση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ζητούν οι αναλυτές.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος η Ελλάδα χρειάζεται να βελτιώσει σημαντικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, κατά τον ίδιο. «Περισσότερη δημοσιονομική εξυγίανση σίγουρα θα βοηθήσει, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η ανάπτυξη ξεπερνάει τις προβλέψεις, αλλά δεν θα είναι αρκετή. Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αυξήσει την εξαγωγική της ικανότητα. Αν και έχουν γίνει κάποιες τα τελευταία χρόνια, είναι σαφές ότι δεν ήταν αρκετές και χρειάζονται περισσότερες», τονίζει.

Μιλώντας σε webinar για την ελληνική οικονομία την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής ευρωπαϊκών κρατικών αξιολογήσεων της S&P, Φρανκ Γκιλ, ερωτώμενος για τις προκλήσεις της Ελλάδας προέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου, οι οποίες καταγράφουν πλεονάσματα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης, καθώς αυτό θα αποτελέσει ένα ισχυρό σήμα για τις αγορές.

Ο κ. Γκιλ εξηγεί μιλώντας στην «Κ», πως ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα είναι ότι έχει ιδιαίτερα ευνοϊκή δυναμική χρέους, με τη S&P να εκτιμά πως ο δείκτης καθαρού χρέους της Ελλάδας θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2033.

Ωστόσο, όπως τονίζει, τι θα γίνει εάν υπάρξει άλλο ένα παγκόσμιο οικονομικό σοκ που πλήττει την ελληνική οικονομία και εκτροχιάζει την ανάπτυξη, που «χτυπάει» τον πολύ σημαντικό τουριστικό τομέα ή μια μεγάλη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές; «Εάν η ανάπτυξη σταματήσει, τότε το ίδιο ισχύει και για τη μείωση του βάρους του χρέους προκειμένου να αποκατασταθεί ο δημοσιονομικός χώρος», σημειώνει χαρακτηριστικά.

«Γι’ αυτόν τον λόγο επισημαίνω ότι η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν στην πραγματικότητα συνολικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού, πράγμα που σημαίνει ότι οι καθαρές δανειακές τους ανάγκες είναι κάτω από το μηδέν. Με άλλα λόγια, αποπληρώνουν (και άρα μειώνουν) το ονομαστικό χρέος – ένα ισχυρό μήνυμα για τις αγορές και ίσως ένας λόγος για τον οποίο οι αποδόσεις των πορτογαλικών 10ετών ομολόγων διαπραγματεύονται τώρα χαμηλότερα από αυτές των γαλλικών», αναφέρει ο κ. Γκιλ.

«Οχι» σε λιτότητα

Ο κ. Γκρινιάνι της Oxford Economics διαφωνεί πως η Ελλάδα πρέπει να στοχεύσει σε πλεόνασμα του προϋπολογισμού. «Είναι αλήθεια ότι αυτές οι τρεις χώρες το έχουν πετύχει, αλλά αυτές οι οικονομίες ξεπέρασαν τα επίπεδα του ΑΕΠ του 2008 πριν από χρόνια. Η Ελλάδα απέχει πολύ από αυτό». Σημειώνεται πως το ελληνικό ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% κάτω από το επίπεδο του 2008. «Η περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα στην Ελλάδα θα κινδύνευε να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάπτυξη που έχει αρχίσει να αναδύεται», όπως επισημαίνει.

Κατά τον οικονομολόγο της HSBC, Φάμπιο Μπαλμπόνι, αν και η επίτευξη πλεονάσματος στον προϋπολογισμό θα βοηθούσε, ωστόσο η εστίαση της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι στην ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας. «Μεγαλύτερη προτεραιότητα πρέπει να είναι η επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης και ο συνδυασμός αυτής με τους συνεχείς περιορισμούς των δαπανών», όπως επισημαίνει στην «Κ».

Για παράδειγμα, αναφέρει ο κ. Μπαλμπόνι, η πρόσφατη διεύρυνση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (αντιστράφηκε το α΄ τρίμηνο μετά τη βελτίωση του περασμένου έτους και διευρύνθηκε ξανά σε πάνω από 7% του ΑΕΠ) είναι ανησυχητική για τη βιωσιμότητα της ισχυρής ανάπτυξης της Ελλάδας, καθώς και για τους μελλοντικούς κινδύνους, δεδομένου του μεγάλου εξωτερικού της χρέους. «Επομένως, η κύρια εστίαση θα πρέπει να είναι η συνέχιση της προσέλκυσης μιας σταθερής ροής ξένων άμεσων επενδύσεων, που αποτελούν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης για το εξωτερικό έλλειμμα και την αξιοποίηση αυτών για την προσέλκυση της παραγωγικής ικανότητας και τη μείωση του κινδύνου πιθανών μελλοντικών ανισορροπιών», τονίζει ο οικονομολόγος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT