Αποκαρδιωτική η σύγκριση των μισθών πριν και μετά την κρίση

Αποκαρδιωτική η σύγκριση των μισθών πριν και μετά την κρίση

Παρά τις όποιες αυξήσεις τη δεκαετία 2013-23, το χάσμα με την Ε.Ε. έχει διευρυνθεί

2' 2" χρόνος ανάγνωσης

«Αποκαλυπτική και αποκαρδιωτική» αποκαλεί το ΚΕΠΕ τη σύγκριση των αποδοχών των Ελλήνων εργαζομένων με τους μισθούς προ κρίσης. Σε σχετική δημοσίευση για τις οικονομικές εξελίξεις, το ΚΕΠΕ αναγνωρίζει μεν ότι οι αποδοχές στη χώρα έχουν αυξηθεί τη δεκαετία 2013-2023, αλλά επισημαίνει ότι το χάσμα με την Ε.Ε. έχει διευρυνθεί.

Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται το θέμα των εργαζομένων φτωχών, που σύμφωνα με τη Eurostat ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που παρότι εργάζεται –είτε με μισθωτή απασχόληση είτε με αυτοαπασχόληση– έχει ατομικό διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Αποτελεί, δηλαδή, ένδειξη ότι η εργασία δεν είναι ικανός παράγοντας διεξόδου από την εισοδηματική φτώχεια.

Το ΚΕΠΕ ακολούθησε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μέτρησης της φτώχειας των εργαζομένων. Η πρώτη προσέγγιση ακολουθεί την επίσημη μέτρηση της σχετικής φτώχειας και εξετάζει το ποσοστό των ατόμων που, αν και εργάζονται, το διαθέσιμο εισόδημά τους παραμένει χαμηλότερο του 60% του διάμεσου εισοδήματος.

Σύμφωνα με αυτό τον δείκτη, από το 2009 έως και το 2015, οι εργαζόμενοι φτωχοί κυμαίνονται μεταξύ του 14% έως 15%. Εκτοτε, το ποσοστό μειώνεται και καταλήγει σε λιγότερο από 10% το 2022. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, λιγότεροι από 1 στους 10 εργαζομένους εκτιμάται ότι ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Ο εναλλακτικός δείκτης μέτρησης της φτώχειας (δείκτης σταθερού ορίου φτώχειας) παρουσιάζει το ποσοστό των εργαζομένων φτωχών, το διαθέσιμο εισόδημα των οποίων είναι μικρότερο από εκείνο του 2009. Με άλλα λόγια, το πραγματικό εισοδηματικό όριο φτώχειας διατηρείται διαχρονικά σταθερό. Ο βασικός λόγος που οδηγεί στην ανάγκη της εν λόγω διαφοροποίησης είναι ότι, εφόσον το κατώφλι φτώχειας συνδέεται με το εκάστοτε διάμεσο εισόδημα, σε περιόδους σοβαρής συρρίκνωσης του εισοδήματος, το κατώφλι φτώχειας μειώνεται εξίσου σημαντικά, υποεκτιμώντας το επίπεδο εισοδηματικής φτώχειας.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του εναλλακτικού ορισμού, το 2015, περίπου το 40% των εργαζομένων όλων των κατηγοριών ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα μικρότερο του ορίου φτώχειας του 2009, ενώ, μέχρι και το 2022, η επίδραση της μακράς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στα εισοδήματα των εργαζομένων δεν είχε επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της Ε.Ε.-27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT