Σημαντική ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα έως το 2027, σχεδιάζει η κυβέρνηση παράλληλα με τον στόχο για στήριξη της απασχόλησης και τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας.
Αλλωστε, στο κυβερνητικό επιτελείο γνωρίζουν ότι ο στόχος για αύξηση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, εάν δεν παρασχεθούν κίνητρα προς τις επιχειρήσεις, πολλώ δε μάλλον όταν η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού οδήγησε σε αύξηση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων κατά 4,4%. Βέβαια, η αύξηση αυτή έφερε στον ΕΦΚΑ αυξημένα έσοδα κατά περίπου 150 εκατ. ευρώ. Βάσει του σχεδιασμού πάντως, η πρώτη μείωση κατά μισή μονάδα θα γίνει τον επόμενο χρόνο, με το δημοσιονομικό κόστος να έχει ήδη υπολογιστεί σε 247 εκατ. ευρώ. Συνολικά, το κόστος θα ανέλθει σε 540 εκατ. ευρώ, καθώς η δεύτερη δόση της μείωσης, που θα εφαρμοστεί το 2027, έχει προϋπολογιστεί σε 293 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα κυρίαρχα σενάρια είναι, η πρώτη μείωση να αφορά αποκλειστικά τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να λειτουργήσει ως κίνητρο για την πραγματική αύξηση των μισθών.
Συνεπώς, η περαιτέρω στήριξη της απασχόλησης με τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας παράλληλα με τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών αλλά και την καθολική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας καθώς και σαρωτικούς ελέγχους για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας αποτελεί το πλέγμα δράσεων που φέρεται αποφασισμένη να εφαρμόσει η νέα υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται άλλωστε και η πρόθεσή της να ξεκινήσει διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, και στόχο την υπογραφή ενός νέου «κοινωνικού συμφώνου εργασίας».
Το συνολικό κόστος της περαιτέρω ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις φτάνει τα 540 εκατ.
Χθες, κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η νέα ηγεσία ανέπτυξε αναλυτικά τις προτεραιότητές της, σε ένα υπουργείο που παράγει συνεχώς ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών. Βέβαια η συγκυρία φαίνεται πως ευνοεί την κ. Κεραμέως αλλά και τον υφυπουργό Εργασίας Κώστα Καραγκούνη, καθώς αφενός πολλά από τα «καυτά» θέματα έχουν πλέον ωριμάσει, όπως για παράδειγμα ο επανασχεδιασμός του επιδόματος ανεργίας, ή και έχουν αποφασιστεί, όπως η σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, με την αρχή να γίνεται το 2025, αφετέρου υπάρχει δηλωμένη η πολιτική πρόθεση να προχωρήσουν συγκεκριμένες παρεμβάσεις, για παράδειγμα η αύξηση των εισοδημάτων, ώστε ο μέσος μισθός να φθάσει το 2027 τα 1.500 ευρώ, ή η καθολική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Με τη συμβολή άλλωστε του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνου Τσακλόγλου και του γενικού γραμματέα Νίκου Μηλαπίδη, υπάρχουν ήδη έτοιμες εισηγήσεις για δύσκολα ασφαλιστικά θέματα, όπως η εφαρμογή του νέου, ενιαίου κανονισμού ασφάλισης και παροχών στον ΕΦΚΑ, η αναμόρφωση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, η επερχόμενη αύξηση των συντάξεων αλλά και η καλύτερη λειτουργία και η επιχειρησιακή ενίσχυση του ΤΕΚΑ. Σε αυτά προστίθεται και η έκτακτη επιχορήγηση των συνταξιούχων, που θα δοθεί όπως και τα προηγούμενα έτη, σε όσους δεν θα λάβουν αυξήσεις, λόγω της ύπαρξης προσωπικής διαφοράς.
Η συζήτηση με τον πρωθυπουργό διήρκεσε πάνω από μιάμιση ώρα. Αμέσως μετά, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε εκτενώς στην εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας, μια «πάρα πολύ τολμηρή μεταρρύθμιση», όπως χαρακτηριστικά είπε, αποκαλύπτοντας ότι το μέτρο έχει κάποιες δυσκολίες στην εφαρμογή, οι οποίες θα ληφθούν υπόψη. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κ. Κεραμέως έχει ζητήσει την καταγραφή όλων των αντιδράσεων, των προβλημάτων και των δυσλειτουργιών που παρατηρούνται, προκειμένου το αμέσως επόμενο διάστημα να αντιμετωπιστούν, παράλληλα με τα ειδικά αιτήματα των επιμέρους κλάδων. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας θα εφαρμοστεί σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Παράλληλα, θα συνεχιστούν, όπως έγινε σαφές και από τις δύο πλευρές χθες, και οι σαρωτικοί έλεγχοι στην αγορά εργασίας, για την ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, με στόχο όχι μόνο την προστασία των εργαζομένων αλλά και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Κεντρικό ρόλο στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, όπως αναφέρθηκε και χθες, διαδραματίζει η δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ και του μέσου στα 1.500 ευρώ, έως το τέλος της τετραετίας. Ο στόχος για δημιουργία πολλών και καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας συνδυάζεται άμεσα με την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, πρωτίστως των γυναικών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία, αλλά και των συνταξιούχων.
Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» η κ. Κεραμέως, η χώρα μας, έπειτα από μία ταραχώδη δεκαετία, έχει εισέλθει για τα καλά σε πορεία ανάπτυξης και αυτό αποτυπώνεται και στον χώρο της εργασίας με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη σημαντική μείωση της ανεργίας που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. «Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και προσφέρονται για τη σύναψη ενός νέου κοινωνικού σύμφωνου εργασίας που θα προκύψει μέσα από τον κοινωνικό διάλογο με τη συμμετοχή σύσσωμου του κόσμου της εργασίας. Στόχοι μας μεταξύ άλλων είναι η δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, η στήριξη της απασχόλησης, η καθολική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας στο σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα προκειμένου να θωρακίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και να αμείβεται ο πραγματικός χρόνος εργασίας, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, η διενέργεια σαρωτικών ελέγχων στην αγορά προκειμένου να εφαρμόζεται στο ακέραιο η εργατική νομοθεσία. Στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είμαστε αποφασισμένοι να εργαστούμε μεθοδικά και με όλες μας τις δυνάμεις για την επίτευξη των παραπάνω στόχων».