Εκρηξη χρέους σε μεγάλες οικονομίες «βλέπουν» οίκοι

Εκρηξη χρέους σε μεγάλες οικονομίες «βλέπουν» οίκοι

«Καμπανάκι» για ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία – Εύσημα σε Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία

3' 43" χρόνος ανάγνωσης

Παρά τις ακόμη ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και την ανάκαμψη του ΑΕΠ, καμία χώρα του G7 δεν βρίσκεται σε τροχιά επιστροφής του χρέους προς το ΑΕΠ στα προ πανδημίας επίπεδα – αντίθετα, μάλιστα, ο δείκτης χρέους τους αναμένεται να αυξηθεί και πάλι προς τα ιστορικά υψηλά του 2020, τη στιγμή που οι μικρές χώρες που επιδεικνύουν δημοσιονομική σύνεση, όπως η Ελλάδα, μειώνουν γρήγορα το χρέος τους, όπως επισημαίνουν οι οίκοι αξιολόγησης S&P και Scope Ratings.

Εκτός από το χρέος που συσσωρεύτηκε λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2011, τα κράτη στις ανεπτυγμένες αγορές δανείστηκαν πολύ το 2020-2022 για να αντιμετωπίσουν μια σειρά παγκόσμιων σοκ όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση. Στην αρχή αυτού του «ξεφαντώματος» δανεισμού, τα επιτόκια ήταν ασυνήθιστα χαμηλά, υποστηριζόμενα από ποσοτική χαλάρωση, όπως επισημαίνει η S&P.

Τώρα που η πανδημία έχει τελειώσει, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια και μειώνουν τις θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα. Αυτό έχει αυξήσει σταδιακά το κόστος δανεισμού για τα κράτη των ανεπτυγμένων αγορών, ενώ ο παρατεταμένος πληθωρισμός συνεχίζει να ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ και τα έσοδα.

Ωστόσο, παρά ή και λόγω αυτών των ακόμη ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, δεν υπήρξε επείγουσα ανάγκη μεταξύ των μεγάλων κρατών για τα δημόσια οικονομικά, ενώ η πρόοδος στη διαρθρωτική δημοσιονομική εξυγίανση ήταν περιορισμένη.

Εξι κράτη του G7 –Ιταλία, ΗΠΑ, Γαλλία, Βέλγιο, Φινλανδία και Νέα Ζηλανδία– που αντιπροσωπεύουν το 60% του ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών, θα δουν τους δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ να αυξάνονται περαιτέρω τα επόμενα τρία χρόνια, εκτιμά η S&P. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Γαλλία θα πρέπει να βελτιώσουν τα πρωτογενή δημοσιονομικά τους ισοζύγια κατά περισσότερο από 2% του ΑΕΠ σωρευτικά μόνο για να μπορέσουν να διατηρήσουν το χρέος στα τρέχοντα επίπεδα και κατά 5% έως 8% του ΑΕΠ για να το μειώσουν στα επίπεδα του 2019, έως το 2027.

Κατά την άποψη της S&P, μόνο μια απότομη αύξηση των πιέσεων στην αγορά θα μπορούσε να πείσει αυτές τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν μια πιο αποφασιστική δημοσιονομική εξυγίανση.

S&P: Μόνο μια απότομη αύξηση των πιέσεων στην αγορά μπορεί να πείσει τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε δημοσιονομική εξυγίανση.

Οι εξαιρέσεις σε αυτή την τάση αύξησης του δημόσιου χρέους είναι οι μικρότερες χώρες οι οποίες είχαν βρεθεί σε προγράμματα διάσωσης, και συγκεκριμένα η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, παρατηρεί η S&P. Οι χώρες αυτές εμφανίζουν έντονη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και χαμηλό κόστος δανεισμού. Η δημοσιονομική σύνεση, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη επέτρεψαν στον δείκτη χρέους τους να μειωθεί κατά μέσον όρο 16% του ΑΕΠ το 2019-2023, σε σύγκριση με μια μέση αύξηση 8,5% του ΑΕΠ που σημειώθηκε στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες.

Η Scope Ratings εκτιμά πως μέσα στην επόμενη πενταετία, οι δείκτες χρέους των χωρών του G7 θα αυξηθούν κοντά στα ιστορικά υψηλά που σημείωσαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.

«Οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ των περισσότερων κρατών του G7 θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Οι δημοσιονομικές πολιτικές πολλών κυβερνήσεων του G7 είναι ανεπαρκείς για να περιορίσουν τα αυξανόμενα επίπεδα δανεισμού, ενώ τα τρέχοντα υψηλότερα επιτόκια ενδέχεται να περιπλέξουν τη δημοσιονομική εξυγίανση», όπως σημειώνει ο οικονομολόγος του οίκου, Ντένις Σεν. «Προβλέπουμε ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης του G7 συνολικά θα αυξηθεί στο 135,2% του ΑΕΠ έως το 2029, πλησιάζοντας την κορυφή του 2020 που ήταν στο 139,6%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στο αυξανόμενο απόθεμα χρέους των ΗΠΑ», επισημαίνει ο Σεν.

Σύμφωνα με τη Scope, η προοπτική των υψηλών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων αλλάζει τα πράγματα για τις κυβερνήσεις. Η αύξηση του χρέους προς το ΑΕΠ όχι μόνο εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά περιορίζει επίσης τις βραχυπρόθεσμες δημοσιονομικές δυνατότητες των κυβερνήσεων. Πριν από την πανδημία, η επικράτηση των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων εξασφάλιζε ότι οι πληρωμές τόκων μειώνονταν ακόμη και όταν οι κυβερνήσεις αύξαναν τον δανεισμό τους. Σήμερα, το ποσοστό των κρατικών δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αυξάνεται καθώς το παλαιότερο χρέος χαμηλού κόστους αναχρηματοδοτείται με υψηλότερα επιτόκια, ακόμη και αν δεν υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο απόθεμα δανεισμού.

«Οι οικονομίες του G7 με αυξανόμενο δημόσιο χρέος –όπως η Γαλλία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ– πρέπει να βρουν τρόπους να ενισχύσουν τα δημοσιονομικά τους πλαίσια και να επιτύχουν επαρκή δημοσιονομική εξυγίανση», προειδοποιεί ο Σεν.

Σημειώνεται πως σύμφωνα με τη Scope ο δείκτης χρέους της Ελλάδας θα μειωθεί κοντά στο 140% έως το 2028, από 160% το 2023 και πάνω από 200% το 2020, με στήριξη από τα πρωτογενή πλεονάσματα, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παράλληλη αύξηση της επιβάρυνσης των τόκων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT