Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας

Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας

Και τελευταία στις δημόσιες στην Ευρωπαϊκή Ενωση

6' 36" χρόνος ανάγνωσης

Τα όρια αντοχής των ασφαλισμένων δοκιμάζουν οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας που επιβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες επικαλούμενες το αυξημένο νοσοκομειακό κόστος που χρεώνουν οι ιδιωτικές κλινικές της χώρας. Οι αυξήσεις το 2024, ιδίως στα λεγόμενα παλαιά νοσοκομειακά προγράμματα, δηλαδή αυτά που συνοδεύονταν από μια ασφάλιση ζωής και άρα έχουν ισόβια κάλυψη, άγγιξαν το 15%, ενώ της τάξης του 7%-9% είναι οι αυξήσεις στα νέα νοσοκομειακά προγράμματα, τα λεγόμενα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια.

Ο κρίσιμος δείκτης

Σημείο καμπής για την εκτίναξη των αυξήσεων στα παλιά ασφαλιστήρια προγράμματα υγείας αποτέλεσε η διάταξη που ψηφίστηκε το 2020 (επικυρώθηκε με Π.Δ. το 2022) και η οποία επέτρεψε την ετήσια ανατιμολόγηση αυτών των προγραμμάτων με βάση τον Εθνικό Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ), που ανέλαβε να καταρτίσει το ΙΟΒΕ. Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη ο δείκτης του ΙΟΒΕ είναι το ύψος των αποζημιώσεων που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο χρόνος έναρξης της ασφάλισης και η ηλικία του ασφαλισμένου, αλλά και τα ποσά που οφείλονται αλλά δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, δηλαδή οι εκκρεμείς αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση αποζημίωσης. Η διασύνδεση των αυξήσεων στα συγκεκριμένα προγράμματα με τον δείκτη του ΙΟΒΕ αποτελούσε πάγιο αίτημα της ασφαλιστικής αγοράς, που είχε αμφισβητήσει την αντικειμενικότητα του δείκτη υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος εξαιτίας του ότι δεν λάμβανε υπόψη την άνοδο του κόστους των υπηρεσιών στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, δεν επέτρεπε την αντικειμενική τιμολόγηση των συγκεκριμένων προγραμμάτων, παρά το γεγονός ότι το κόστος των αποζημιώσεων αυξανόταν γεωμετρικά κάθε χρόνο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο μέσος όρος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για υπηρεσίες υγείας της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει άνοδο μεταξύ 0,5% και 1,5% τα τελευταία χρόνια, ο αντίστοιχος δείκτης του ΙΟΒΕ καταγράφει διψήφια άνοδο της τάξης τoυ 10% το 2022 και 14% το 2023.

Η σχετική διάταξη έδωσε μάλιστα πρόσθετη ευελιξία στις ασφαλιστικές εταιρείες, προβλέποντας ότι «σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών που προβλέπει η διάταξη, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και των συγκεκριμένων δεικτών». Η ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται από την ασφαλιστική εταιρεία εντός προθεσμίας 60 ημερών πριν από κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή και η μόνη άμυνα του ασφαλισμένου είναι να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση.

Η μόνιμη διαμάχη

Το φαινόμενο των υψηλών αυξήσεων στα νοσοκομειακά προγράμματα δεν είναι καινούργιο. Αποτελεί μόνιμη διελκυστίνδα μεταξύ ασφαλισμένων και ασφαλιστικών επί σειράν ετών, με αιχμή κυρίως τα παλαιά νοσοκομειακά προγράμματα. Η διαφορά είναι ότι στο παρελθόν η πλειονότητα των παλιών συμβολαίων είτε δεν προέβλεπε συγκεκριμένους δείκτες είτε οι δείκτες που αναφέρονταν στα συμβόλαια αυτά είχαν αμφισβητηθεί ως προς την αξιοπιστία και την εγκυρότητά τους. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν οι όποιες αυξήσεις επιχειρούσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι πρόσφατα –πριν από την ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης– ακόμη και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες από τα στοιχεία κόστους της ασφαλιστικής κάλυψης, να ακυρώνονται ουσιαστικά μέσα από μαζικές προσφυγές, πολλές από τις οποίες κατέληγαν σε υπαναχώρηση των ασφαλιστικών εταιρειών ή στην επιβολή υψηλών προστίμων στον κλάδο από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα αυτά επειδή ακριβώς έχουν πίσω τους μια μακρά περίοδο και οι ασφαλισμένοι τους γηράσκουν σταδιακά και άρα αρρωσταίνουν συχνότερα, είναι λογικό να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο βαθμό νοσηρότητας και άρα συγκεντρώνουν υψηλότερες αποζημιώσεις.

Οι Ελληνες δαπάνησαν το 2022 5,9 δισ. ευρώ από την τσέπη τους για ιατρικές υπηρεσίες, όταν η δαπάνη του Δημοσίου ήταν 10,9 δισ. ευρώ.

Εξίσου παλιό φαινόμενο αποτελεί και η διαμάχη μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, που σύμφωνα με τις ασφαλιστικές «κρατούν την πίτα και το μαχαίρι», αφού είναι αυτά που καθορίζουν τις τιμές νοσηλείας και άρα το κόστος των αποζημιώσεων που μεγαλώνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Οι τιμές καθορίζονται μετά από διαπραγματεύσεις που κάνουν ξεχωριστά κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες με τα νοσοκομεία, οδηγώντας στην υπογραφή συμβάσεων που καθορίζουν το κόστος για σειρά από υπηρεσίες όπως οι εξετάσεις και οι επεμβάσεις, το κόστος του δωματίου, των υλικών και, φυσικά, την αμοιβή του γιατρού. Οι εκπρόσωποι των νοσοκομείων αντιτείνουν τις επενδύσεις που συνεπάγεται η προμήθεια σύγχρονων μηχανημάτων στον κλάδο της υγείας και η χρήση της τεχνολογίας. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές επικαλούνται περιστατικά νοσηλείας ασθενών χωρίς ιδιωτική ασφάλιση, που είχαν έκπτωση έως και 50% σε σχέση με το κόστος που καταβάλλουν οι ίδιες για αντίστοιχες νοσηλείες πελατών τους, γεγονός που επιβεβαιώνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, τα μεγάλα περιθώρια συγκράτησης του κόστους στον κλάδο.

Μεγάλη συγκέντρωση

Ο ασφαλιστικός κλάδος, που σύμφωνα με εκτιμήσεις τροφοδοτεί το ένα τρίτο περίπου των εσόδων των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη δεξαμενή ασθενών μετά τον ΕΟΠΠΥ, προβάλλει επίσης το επιχείρημα της μικρής διαπραγματευτικής ισχύος που έχουν οι εταιρείες κατά τις συνομιλίες με τα νοσηλευτήρια λόγω της υψηλής συγκέντρωσης που υπάρχει στις ιδιωτικές κλινικές ειδικά της Αττικής. Αρκετοί είναι αυτοί μάλιστα που δεν διστάζουν να μιλήσουν «για ολιγοπώλιο στον κλάδο υγείας», επιχείρημα που ενισχύεται μετά την εξαγορά του Metropolitan, του ΙΑΣΩ General (μετονομάστηκε σε Metropolitan) και του Υγεία από την Hellenic Healthcare, που ανήκει στο όμιλο CVC Capital Partners. Ο ίδιος όμιλος εξαγόρασε το 2022 την Εθνική Ασφαλιστική, που έχει σημαντικό μερίδιο στον κλάδο ασφάλισης υγείας, καθετοποιώντας περαιτέρω την παρουσία στην παροχή υπηρεσιών υγείας. Επίσης βασικός πόλος είναι ο όμιλος του Ιατρικού, στον οποίο ανήκουν επτά γενικές κλινικές, οδηγώντας σύμφωνα με τα στοιχεία:

• Τον όμιλο Hellenic Healthcare να ελέγχει μερίδιο 34,1% στην αγορά των γενικών κλινικών και 33,8% στην αγορά μαιευτικών κλινικών.

• Τον όμιλο Ιατρικού να ελέγχει το 24,3% στην αγορά των γενικών κλινικών.

Τα ποσοστά αυτά που αφορούν την κατανομή μεριδίων πανελλαδικά, ισχυροποιούνται όταν η σύγκριση επικεντρωθεί στον νομό Αττικής, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και φυσικά και το μεγαλύτερο μέρος των νοσηλειών της χώρας. Στον κλάδο δραστηριοποιούνται και μικρότερα νοσοκομεία, όπως το «Ερρίκος Ντυνάν», που διαθέτει μερίδιο 6%, η Ευρωκλινική με μερίδιο επίσης 6%, το «Ιασώ» που ελέγχει μερίδιο 11%, αλλά προέρχεται κυρίως από την αγορά των μαιευτικών κλινικών (34,5%) και λιγότερο από τις γενικές κλινικές, ενώ ο όμιλος της Βιοϊατρικής δραστηριοποιείται κυρίως στον κλάδο των διαγνωστικών κέντρων. Συνολικά στη χώρα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, δραστηριοποιούνται 139 ιδιωτικά θεραπευτήρια, κατέχοντας μερίδιο 52,1% στο σύνολο της αγοράς, τα περισσότερα των οποίων είναι μικρές μονάδες διασπαρμένες σε όλη τη χώρα.

Ενδεικτικό πάντως του κόστους που συνεπάγεται η νοσηλεία στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και των διαφοροποιήσεων ανά νοσοκομείο, είναι ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ICAP Crif, τα έσοδα ανά κλίνη για το «Υγεία» υπολογίζονται σε 584.000 ευρώ, για το «Ιατρικό» σε 190.000 ευρώ, για το Metropolitan General σε 241.000 ευρώ και για το «Ερρίκος Ντυνάν» σε 126.000 ευρώ ανά κλίνη.

Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η ιδιωτική αγορά υπηρεσιών υγείας προσέγγισε το 2023 τα 2 δισ. ευρώ, ακολουθώντας ανοδική τάση μετά την εκτόνωση της πανδημίας, περίοδο κατά την οποία όλα τα περιστατικά νοσηλείας ελέγχονταν από το δημόσιο σύστημα υγείας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ICAP Crif, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τη 2ετία 2024-2025 εκτιμάται στο 6%. Γεγονός ωστόσο είναι ότι η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην κατάταξη των χωρών της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες υγείας με ποσοστό 61,8% επί της συνολικής δαπάνης υγείας, αλλά στην κορυφή της κατάταξης όσον αφορά την ιδιωτική δαπάνη υγείας με ποσοστό 33,4%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 οι Ελληνες δαπάνησαν 5,9 δισ. ευρώ από την τσέπη τους για ιατρικές υπηρεσίες, όταν η δαπάνη του Δημοσίου ήταν 10,9 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο, η δαπάνη μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης ήταν μόλις 712,4 εκατ. ευρώ, γεγονός που δείχνει τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης που έχει η ιδιωτική αγορά ασφάλισης υγείας στη χώρα μας.

Το έλλειμμα εμπιστοσύνης

Η κάλυψη αυτού του κενού που σύμφωνα με τις ασφαλιστικές αντανακλά το έλλειμμα ασφαλιστικής συνείδησης, προϋποθέτει ωστόσο τον εξορθολογισμό των πρακτικών από την πλευρά των δύο μερών, καθώς οι μεγάλες αυξήσεις στα ασφάλιστρα αποθαρρύνουν σημαντική μερίδα του πληθυσμού να δεσμευθεί σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο μακράς διάρκειας. Κυρίως όμως δημιουργούν έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την ασφαλιστική αγορά, αφού «υποχρεώνει» μερίδα των ασφαλισμένων να ακυρώσει τα συμβόλαιά της τη στιγμή που τα χρειάζεται ίσως περισσότερο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT