Άρθρο του Γεώργιου Χριστοδουλάκη στην «Κ»: Η βιωσιμότητα της βιώσιμης χρηματοδότησης

Άρθρο του Γεώργιου Χριστοδουλάκη στην «Κ»: Η βιωσιμότητα της βιώσιμης χρηματοδότησης

Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει βιώσιμη χρηματοδότηση. Ωστόσο η επάρκεια, η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα της χρηματοδότησης δεν είναι δεδομένα, αλλά ζητούμενα, καθώς εξαρτώνται από μια σειρά συνθηκών και κινήτρων στην αγορά κεφαλαίων. Πόσο κοντά βρισκόμαστε;

6' 11" χρόνος ανάγνωσης

Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει βιώσιμη χρηματοδότηση. Ωστόσο η επάρκεια, η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα της χρηματοδότησης δεν είναι δεδομένα, αλλά ζητούμενα, καθώς εξαρτώνται από μια σειρά συνθηκών και κινήτρων στην αγορά κεφαλαίων. Πόσο κοντά βρισκόμαστε;

Η βιωσιμότητα ως στόχος οικονομικής πολιτικής αναφέρεται επίσημα από το 2015, έτος υιοθέτησης των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης (SDGs) των Ηνωμένων Εθνών από 193 μέλη. Είναι αναμενόμενο το εκάστοτε εθνικό πλαίσιο πολιτικής να προσαρμόζεται στα τοπικά χαρακτηριστικά και σε ένα βαθμό στις αντιλήψεις της κυβέρνησης. Καθώς όμως οι SDGs δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας ως προς τον στόχο, η προσαρμογή συχνά αντανακλά αυθαίρετες ερμηνείες για τα εργαλεία πολιτικής και τα διαδοχικά στάδια επίτευξης ενός στόχου. Για την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), για παράδειγμα, η επίσημη διατύπωση ορίζει ότι «… η βιώσιμη χρηματοδότηση είναι αντιληπτή ως χρηματοδότηση για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ μειώνονται οι πιέσεις στο περιβάλλον για να βοηθηθεί η επίτευξη των κλιματικών και περιβαλλοντικών στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές και εταιρικής διακυβέρνησης πτυχές …». Γίνεται σαφές ότι από τους τρεις πυλώνες βιωσιμότητας, Περιβάλλον (Ε), Κοινωνία (S) και Εταιρική Διακυβέρνηση (G), οι οποίοι ενσωματώνουν τους κινδύνους των 17 SDGs, δίδεται κύριο βάρος στο Ε, ενώ οι πυλώνες S και G έχουν συμπληρωματικό ρόλο.

Η έμφαση πολιτικής στη μια ή την άλλη διάσταση βιωσιμότητας δεν είναι χωρίς συνέπειες. Καθώς οι κίνδυνοι δεν είναι ανεξάρτητοι, η βιωσιμότητα είναι συχνά αποτέλεσμα λεπτών ισορροπιών μεταξύ των πυλώνων E, S και G, αφού η επιδίωξη για έναν από τους στόχους είναι δυνατόν είτε να προωθήσει είτε να επιβαρύνει την επίτευξη άλλων. Για παράδειγμα, όταν η οικονομική βιωσιμότητα των εγκαταστάσεων ΑΠΕ (πυλώνας Ε) εδράζεται εν μέρει σε ένα σύστημα μεταβλητής τιμής για το παραγόμενο ρεύμα, την οποία καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής (νοικοκυριό ή επιχείρηση), τότε μια αστάθεια στην απόδοση μεταφέρεται στην κοινωνία (πυλώνας S), η οποία υφίσταται κόστος βραχυπρόθεσμα για να απολαύσει περιβαλλοντικά οφέλη μακροπρόθεσμα. Πώς γίνεται μια τέτοια επιλογή; Πώς κατανέμονται οι κίνδυνοι και τα οφέλη μεταξύ των μερών; Στην περίπτωση απουσίας ευρύτερης συμφωνίας ή και συμμετοχής, η επιδίωξη π.χ. περιβαλλοντικών στόχων μπορεί να υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή, η οποία με τη σειρά της θα διαταράξει σειρά συμπεριφορών, με επιδράσεις σε όλο το φάσμα της βιωσιμότητας.

Χωρίς αμφιβολία, η βιώσιμη χρηματοδότηση αφορά στόχους και κινδύνους οι οποίοι προσδιορίζονται συστημικά. Αδήριτη η ανάγκη της από κοινού επιδίωξης περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών στόχων, όπως σαφέστατα προτείνεται στην πρόσφατη έκθεση του UNDP (2023) «From Fragmentation to Integration», η οποία προϋποθέτει συντονισμένη διαβούλευση και δράση από πλευράς πολιτικής, χρηματοπιστωτικού συστήματος και κοινωνικών εταίρων. Αν και η κάθε πλευρά έχει τη δική της στόχευση και διλήμματα, όλοι μοιράζονται μια κοινή συνθήκη, ότι για να αναλάβουν κάποιον κίνδυνο ή κόστος πρέπει να δουν το αναμενόμενο όφελος σε κάποιον ορίζοντα.

Η βιώσιμη χρηματοδότηση διαχωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις πρωτίστως μέσω πιστωτικών και δευτερευόντως μετοχικών κεφαλαίων: (α) Πράσινη Χρηματοδότηση (Green Finance) και (β) Χρηματοδότησης Μετάβασης (Transition Finance). Η πρώτη αφορά τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, οι οποίες συμμορφώνονται με την ταξινομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ η δεύτερη τη χρηματοδότηση της μετάβασης υφιστάμενων επιχειρήσεων προς ένα βιώσιμο πρότυπο. Ενώ η έκδοση νέων στοχευμένων ομολόγων παγκοσμίως γνώρισε μια έκρηξη το 2021, κεντρικό έτος της πανδημίας, τα επόμενα χρόνια σταθεροποιήθηκε κοντά στα 800 εκατ. δολάρια ετησίως, όπου περίπου το 25% αφορά επενδύσεις που συνθέτουν περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους βιωσιμότητας (sustainability και sustainability-linked). Ποιο είναι το ποσό που απαιτείται να επενδυθεί για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα στην παγκόσμια οικονομία; Οι απαιτούμενες επενδύσεις είναι δυσθεώρητες σε σχέση με την υφιστάμενη αγορά πιστωτικών κεφαλαίων. Ακόμη και αν απομονώσουμε τον στόχο για την εξάλειψη των εκπομπών αερίων μέχρι το 2050 (net-zero), θα απαιτούσε μέση ετήσια επένδυση περί τα 9,2 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με την αναφορά τoυ UNEP (2023) και τη μελέτη της McKinsey (2022), η οποία πραγματοποίησε προσομοίωση βάσει του σεναρίου του Network for Greening the Financial System (NGFS), αποτελούμενου από 138 κεντρικές τράπεζες.

Μέρος του χρηματοδοτικού κενού θα πρέπει να αναληφθεί από ολόκληρη την κοινωνία και τον φορολογούμενο.

Ποιος όμως θα αναλάβει τον οικονομικό κίνδυνο μιας επένδυσης και με ποια κίνητρα; Η αρθρογραφία συχνά αναφέρεται σε «επενδυτικές ευκαιρίες» βιωσιμότητας σαν να επρόκειτο για κανονικές συνθήκες, απαλλαγμένες από περιορισμούς και την ανάγκη του υποχρεωτικού και του επείγοντος. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Αν ο στόχος είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, τότε αυτή προϋποθέτει επενδύσεις που οδηγούν σε ένα άλλο οικονομικό πρότυπο, το οποίο θα ικανοποιεί μια σειρά από περιορισμούς E, S και G. Περιορισμοί οι οποίοι κατά κανόνα οδηγούν σε αποδόσεις μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κοιτάξουμε ρεαλιστικά τις προτιμήσεις των κεφαλαιαγορών, οι οποίες, ιδίως από τα μέσα των 80s, εστιάζουν στη βραχυπρόθεσμη παρά στη μακροπρόθεσμη επένδυση (short-termism). Για να καρπωθεί μια επένδυση τα οφέλη της βιώσιμης χρηματοδότησης, δηλαδή μια έκπτωση στο απαιτούμενο επιτόκιο (Greenium, Socium ή και τα δύο), δεν αρκεί απλώς να χαρακτηριστεί σύμφωνα με την ταξινομία της Ε.Ε., που άλλωστε συχνά υποφέρει από το greenwashing, αλλά να πείσει τον επενδυτή είτε για υψηλότερες αναμενόμενες αποδώσεις δεδομένου του κινδύνου, είτε για χαμηλότερο κίνδυνο δεδομένων των αναμενόμενων αποδόσεων. Πρόσφατη ερευνητική αναφορά της ESMA επιβεβαιώνει ότι ενώ στο παρελθόν οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων βιωσιμότητας απολάμβαναν κάποιες εκπτώσεις στα απαιτούμενα επιτόκια, αυτό πλέον δεν ισχύει, και η αποτίμησή τους ουσιαστικά δεν διαφέρει από τα κοινά ομόλογα. Επιπλέον, οι δημόσιες δηλώσεις των εταιρειών περί βιωσιμότητας δεν έχουν καμία επίδραση στην τιμή των ομολόγων τους. Η εικόνα είναι λίγο καλύτερη όσον αφορά τα εθνικά ομόλογα βιωσιμότητας, περισσότερο με τη στενή και λιγότερο με την ευρεία έννοια της κυβέρνησης. Αναλογιζόμενοι ότι ο μέσος όρος των κοινών 10ετών κρατικών ομολόγων είναι στο 3,26% στην Ευρωζώνη, οι προσφερόμενες εκπτώσεις λίγων μονάδων βάσης αποτελούν ασήμαντη διαφορά, η οποία είναι αναμενόμενο να εξανεμίζεται για εταιρικά ομόλογα, όπως επιβεβαιώνουν και τα συμπεράσματα της ESMA.

Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον αποσπασματικής διαχείρισης της βιωσιμότητας, σημαντικού χρηματοδοτικού κενού και ανορεκτικών αγορών, οι οποίες αδυνατούν να προσφέρουν έκπτωση στη χρηματοδότηση. Τα εμπλεκόμενα μέρη παρ’ όλα αυτά –διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και αγορές, επιχειρήσεις και καταναλωτές– συνεχώς διακηρύττουν την επιδίωξη της βιωσιμότητας. Τι μπορεί να γίνει;

Πρώτον, να αναγνωρίσουμε ότι για να προσφέρει ο ιδιώτης ένα ευρώ θα πρέπει να μπορεί να εκτιμήσει με ποια πιθανότητα θα κερδίσει κάτι από αυτό, επομένως απαιτούνται κανόνες ουσιαστικής επιχειρηματικής πληροφόρησης, προσδιορισμού και εκτίμησης του κινδύνου. Για παράδειγμα, ο πρόσφατος κανονισμός της Ε.Ε. σχετικά με την απόδοση ESG Ratings δεν είναι παρά μια τακτοποίηση μιας αδιαφανούς αγοράς, που εξακολουθεί να απέχει ουσιωδώς από την αξιολόγηση του κινδύνου βιωσιμότητας. Δεύτερον, να αναγνωρίσουμε ότι η προσφορά ιδιωτικών κεφαλαίων υπόκειται σε ατέλειες και προτιμήσεις, και η επιλογή ορίζοντα και επιπέδου κινδύνου δεν υποδεικνύεται βάσει εντολών ή ηθικού κώδικα, αλλά κινητοποιείται ορθολογικά, επομένως χρειάζονται κίνητρα. Τρίτον, να αναγνωρίσουμε ότι η βιώσιμη ανάπτυξη έχει πολλά χαρακτηριστικά δημόσιου αγαθού, ορισμένα από τα οποία αδυνατεί να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας. Ως εκ τούτου είναι βέβαιον ότι μέρος του χρηματοδοτικού κενού θα πρέπει να αναληφθεί από ολόκληρη την κοινωνία και τον φορολογούμενο. Αν και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με πολλούς τρόπους, μεταξύ των οποίων η αυτόματη αναπροσαρμογή τιμών, φοροαπαλλαγές και δημόσιες επενδύσεις ή συμπράξεις, προϋποθέτει μια καθαρή πολιτική-κοινωνική συμφωνία και συγκεκριμένο πλαίσιο διαφάνειας, εποπτείας και λογοδοσίας. Τέταρτον, να αναγνωρίσουμε ότι η βιωσιμότητα προσδιορίζεται ως σύστημα στόχων, τους οποίους επιδιώκουμε ταυτόχρονα. Πέμπτον, να αναγνωρίσουμε ότι η βιωσιμότητα προϋποθέτει συγχρονισμό και συνεργασία μεταξύ ατόμων, ομάδων, κοινωνιών και εθνών. Επειδή η πολιτική διαχείριση των κρίσεων στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία δεν έχει δώσει μόνιμες λύσεις έως τώρα, είναι απόλυτη ανάγκη να καταστήσουμε τη χρηματοδότηση βιώσιμη.

*Ο δρ Γεώργιος Χριστοδουλάκης είναι αν. καθηγητής του Alliance Manchester Business School, University of Manchester και ιδρυτής της Ratings Logic.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT