Σε δύσκολη θέση οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Σε δύσκολη θέση οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

Οι πόροι συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων

Επιδείνωση κατέγραψαν οι προσδοκίες των ελληνικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) το δεύτερο εξάμηνο έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2023, σύμφωνα με τις έρευνες οικονομικού κλίματος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της τριτοβάθμιας πανελλαδικής οργάνωσης εργοδοτών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης που αφορά το 2023 και παρουσιάστηκε χθες, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2023 που ο δείκτης προσδοκιών των ΜμΕ κατέγραψε την υψηλότερη τιμή (67,8 μονάδες) μετά την πανδημία, το δεύτερο εξάμηνο του έτους υποχώρησε στις 63,7 μονάδες.

Επίσης, σε διάστημα ενός χρόνου ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχώρησε κατά έξι μονάδες, δηλαδή από 69,5 το β΄ εξάμηνο του 2022 σε 63,9 μονάδες το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2023. Η εν λόγω υποχώρηση, κατά τους αναλυτές, πιστοποιεί τη σταδιακή επιδείνωση της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αφενός λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πληθωριστικής κρίσης, αφετέρου λόγω των προβλημάτων που έχουν συσσωρεύσει οι επιχειρήσεις κατά τη μακρά περίοδο των αλλεπάλληλων κρίσεων, τα οποία ακόμη δεν έχουν διευθετηθεί μέσω αποτελεσματικών πολιτικών. «Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψη τη γενικότερη εικόνα της θετικής (έστω και σε μικρότερο βαθμό από το αναμενόμενο) οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα, αναδεικνύεται προβληματικός ο τρόπος διάχυσης της οικονομικής μεγέθυνσης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας», αναφέρεται στην έκθεση.

Μεγάλη ανασφάλεια

Παρ’ όλα αυτά, οι επιχειρήσεις παραμένουν λιγότερο αβέβαιες για το μέλλον τους, με τον δείκτη βιωσιμότητας να βελτιώνεται, δεδομένου ότι μόλις το 2,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 4,7% που ήταν τον Ιούλιο του 2023. Ωστόσο, ο δείκτης ανασφάλειας παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς μία στις τρεις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι απαισιόδοξη. Ως εκ τούτου ο δείκτης αβεβαιότητας ενισχύθηκε στις 35,7 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2024, από 30,9 μονάδες πριν από ένα χρόνο.

Οσον αφορά τις επιμέρους επιδόσεις των ΜμΕ, ο κύκλος εργασιών, που σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, υποχώρησε στους κλάδους της μεταποίησης – βιοτεχνίας και του εμπορίου. Συγκεκριμένα, επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 300.000 ευρώ εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις συγκριτικά με μικρότερες με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ. Την ύπαρξη των δύο αυτών ταχυτήτων αποδίδουν οι συντάκτες της έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στο γεγονός ότι «οι πόροι της οικονομίας συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων».

Η γεωγραφική κατανομή των επιχειρήσεων της χώρας αποκαλύπτει επίσης μια οικονομία δύο ταχυτήτων, με τις επιχειρήσεις στην Αττική και στα νησιά του Αιγαίου να βρίσκονται σε καλύτερη θέση, με βάση την εξέλιξη του κύκλου εργασιών, συγκριτικά με τις επιχειρήσεις της υπόλοιπης Ελλάδας.

Η απασχόληση στις ΜμΕ ενισχύθηκε περαιτέρω πέρυσι, με το 13,7% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα αυξήσει τους εργαζομένους του έναντι του 3,5% που αναφέρει ότι θα προχωρήσει σε απολύσεις. Κατά την έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023 λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας.

Επίσης, η κερδοφορία των επιχειρήσεων εμφανίζεται βελτιωμένη το 2023 συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια και ιδίως εκείνα της πανδημικής κρίσης. Το 57,3% των επιχειρήσεων, δηλαδή, δήλωσε ότι είχε κέρδη το 2023, έναντι 19,2% που ανέφερε ζημίες και 13,7% που δήλωσε πως δεν είχε ούτε ζημίες ούτε κέρδη. Σημειώνεται ότι το 2019 (προ πανδημίας) το 55,2% των επιχειρήσεων είχε δηλώσει κέρδη.

Αναφορικά με τη ρευστότητα, βάσει των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 21,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση, ενώ το 42,4% μείωση. Το 2023 περίπου μία στις τρεις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση, η οποία όμως ήταν κατά βάση πολύ μικρής κλίμακας. Υπολογίζεται δηλαδή ότι μία στις δύο επιχειρήσεις επένδυσε μόλις 5.000 ευρώ. Ενα από τα σημαντικότερα προβλήματα για τη συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων, κατά τους αναλυτές, παραμένει η έλλειψη ρευστότητας που συνδέεται διαχρονικά με τις δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση είτε για κεφάλαια κίνησης είτε για επενδύσεις.

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τακτική έρευνα σε 600 ΜμΕ της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, παρά τα σημάδια αυξημένης αβεβαιότητας, η διάθεση για επενδύσεις δείχνει ότι παραμένει σε υγιή επίπεδα και με σημαντική ενίσχυση από τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα. Οπως δηλαδή προκύπτει, για την επόμενη τριετία σταθερή επενδυτική διάθεση επιδεικνύουν οι ελληνικές ΜμΕ, με το ήμισυ αυτών να δηλώνει πως σχεδιάζει επενδύσεις (ποσοστό αντίστοιχο με της προηγούμενης τριετίας). Ωστόσο, ένα 11% δηλώνει ότι έχει επηρεαστεί ουσιαστικά από τις συνθήκες αβεβαιότητας και πλέον τα επενδυτικά του σχέδια είναι σε διαδικασία αναθεώρησης. Κομβικός παραμένει ο ρόλος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών προγραμμάτων (όπως ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης και Αναπτυξιακός), καθώς πρόθεση αξιοποίησής τους εκφράζει το 25% των ΜμΕ (53% όσων επενδύουν) – ποσοστό αντίστοιχο με την προηγούμενη τριετία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT