Φοροδοξίες: Γνωρίζετε ότι…

3' 32" χρόνος ανάγνωσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης με πρόσφατη απόφασή του αποσαφηνίζει περαιτέρω την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης λήπτη υπηρεσιών για σκοπούς ΦΠΑ. Tο ΔΕΕ προέβη σε ερμηνεία του βασικού κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο προκειμένου ο λήπτης να κατέχει μόνιμη εγκατάσταση για σκοπούς ΦΠΑ σε κράτος-μέλος εντός του οποίου του παρέχονται υπηρεσίες, πρέπει να διαθέτει εκεί επαρκώς μόνιμη υποδομή και ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους ικανούς να του επιτρέπουν να λαμβάνει τις σχετικές υπηρεσίες και να τις χρησιμοποιεί για την κάλυψη των αναγκών της οικονομικής του δραστηριότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ο λήπτης ανήκει στον ίδιο όμιλο με τον παρέχοντα τις υπηρεσίες δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε καταφατική απάντηση υπέρ της ύπαρξης μόνιμης εγκατάστασης. Περαιτέρω, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι ο λήπτης προβαίνει παράλληλα σε παραδόσεις αγαθών από το κράτος αυτό, ακόμη και αν αυτές αφορούν προϊόντα προερχόμενα από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών όπως στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών φασόν. Η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών είναι δύο διαφορετικές, αυτοτελείς φορολογητέες πράξεις, και κατ’ επέκταση η ύπαρξη ή μη μόνιμης εγκατάστασης για καθεμία στοιχειοθετείται ανεξάρτητα, χωρίς να συμπαρασύρει την άλλη. Το ΔΕΕ διατυπώνει επίσης τη θέση ότι προκειμένου ο λήπτης να θεωρηθεί ότι διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος παροχής των υπηρεσιών απαιτείται να διαθέτει ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους διαφορετικούς από εκείνους μέσω των οποίων παρέχεται η υπηρεσία, ενώ επίσης δεν θα πρέπει οι ως άνω ανθρώπινοι πόροι να καλύπτουν μόνο προπαρασκευαστικές ή επικουρικές δραστηριότητες (C-533/22).

Η φορολογική αρχή μπορεί να αξιοποιήσει και έμμεσες αποδείξεις για να προβεί στην τεκμηρίωση της παράβασης μη έκδοσης αποδείξεων. Σε έλεγχο που έκανε η φορολογική αρχή σε ελεύθερο επαγγελματία για τα δηλωθέντα εισοδήματά του, εντόπισε πλείονες καταθέσεις σε λογαριασμούς του και διαπίστωσε ότι αφορούσαν πληρωμές ως αντίτιμο για την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους του, δίχως να προκύπτει η έκδοση των απαραίτητων φορολογικών αποδείξεων. Προέβη, λοιπόν, η Αρχή στη βεβαίωση προστίμου προς τον επαγγελματία, κατόπιν έρευνας και κλήσης του σε προηγούμενη ακρόαση, κατά την οποία δεν προσκόμισε ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία. Στη συνέχεια, το ΣτΕ ανέτρεψε τη δικανική κρίση του Εφετείου επί της ασκηθείσας προσφυγής, βασιζόμενο στο ότι δεν προέβη σε έλεγχο ουσίας των στοιχείων που προσκομίστηκαν από τις δύο πλευρές. Επιπλέον έκρινε ότι το βάρος απόδειξης της παράβασης ανήκει μεν στη φορολογική αρχή, ωστόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο άμεσα όσο και έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η σιωπή του φορολογουμένου κατά την ανωτέρω ακρόαση μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά τον έλεγχο και την επιβολή προστίμου, αλλά και από το δικαστήριο της ουσίας στο πλαίσιο της προσφυγής (ΣτΕ 11/2024).

Συνταγματικός ο περιορισμός στην έκπτωση δαπανών από ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι εργοδότες υπέρ των εργαζομένων με ενιαίο ανώτατο ποσό. Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, το ποσό που μπορεί να εκπέσει από το ακαθάριστο εισόδημα σε δαπάνη για ομαδικά συμβόλαια ασφάλισης ζωής των εργαζομένων της εταιρείας ανέρχεται μόλις στα 1.000 ευρώ ανά εργαζόμενο. Η εταιρεία λοιπόν ισχυρίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι η εν λόγω νομοθεσία είναι αντισυνταγματική καθώς είναι αντίθετη με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, στο οποίο κατοχυρώνεται η φορολογική ισότητα των πολιτών. Και αυτό γιατί δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε επιχείρησης. Εξάλλου η φορολογική ισότητα επιτάσσει όμοια μεταχείριση σε όμοιες περιπτώσεις και αντίστοιχα επιτρέπει την ανόμοια μεταχείριση σε ειδικές περιπτώσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επί της βάσεως ότι το Σύνταγμα παρέχει διακριτική ευχέρεια στη διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος και επομένως δεν είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη προοδευτικού συντελεστή. Η συγκεκριμένη νομοθεσία τηρεί την αρχή της φορολογικής ισότητας αφού προβλέπει ενιαίο όριο για όλες τις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει προβλεφθεί για λόγους αποφυγής καταστρατήγησης του νόμου, συνεπώς για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1922/2023).

Η φορολογική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης του χαρακτηρισμού τιμολογίου ως εικονικού. Το ΣτΕ επιβεβαίωσε ότι το δικαστήριο υποχρεούται στον σχηματισμό πλήρους και βεβαίας δικανικής πεποίθησης λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, ενώ εάν αυτά κριθούν ανεπαρκή μπορεί να διατάξει συμπλήρωσή τους και να κατανείμει το βάρος απόδειξης μεταξύ των διαδίκων. Το ΣτΕ απέρριψε τη σχετική αίτηση ακύρωσης της ΑΑΔΕ και έκρινε ότι το Διοικητικό Εφετείο ορθά διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων με την επιβολή πραγματογνωμοσύνης και αποφάνθηκε ότι η φορολογική διοίκηση, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε την εικονικότητα του τιμολογίου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί παράβαση του ΚΒΣ (ΣτΕ 2025/2023).

Πηγή: Grant Thornton

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT