Στα 730 εκατ.η νέα αύξηση κεφαλαίου της Τρ. Αττικής

Στα 730 εκατ.η νέα αύξηση κεφαλαίου της Τρ. Αττικής

Το σχέδιο συνένωσης με την Παγκρήτια δημιουργεί τον 5ο τραπεζικό πόλο

6' 1" χρόνος ανάγνωσης

Στα 870 εκατ. ευρώ προσδιορίζει η DBRS τις ζημίες που θα προκύψουν από την ένταξη στον «Ηρακλή» των κόκκινων δανείων της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας, ανεβάζοντας τον λογαριασμό για τη νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κοντά στα 730 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό θα αποτελέσει την 9η από το 2003 και μετά προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης της Τράπεζας Αττικής υπό τη νέα οντότητα που θα δημιουργηθεί μετά τη συγχώνευσή της με την Παγκρήτια. Η συνένωση των δύο τραπεζών θα δημιουργήσει τον λεγόμενο πέμπτο τραπεζικό πόλο στο τραπεζικό σύστημα, που κυριαρχείται από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες ελέγχουν περίπου το 95% της αγοράς.

Το κόστος για το Δημόσιο

Το ελληνικό Δημόσιο αναμένεται να συμμετάσχει στην ΑΜΚ με ποσό κοντά στα 400 εκατ. ευρώ, ανεβάζοντας τα κεφάλαια που έχει επενδύσει μέχρι σήμερα μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας περίπου στα 880 εκατ. ευρώ, ενώ άλλα 135 εκατ. ευρώ έχει δαπανήσει μέχρι σήμερα ο ΕΦΚΑ κατά τις διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που η τράπεζα έχει υλοποιήσει από το 2003 και μετά. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και άλλα 240 εκατ. ευρώ που «στοίχισε» στο Δημόσιο η μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) σε κεφάλαια σε τρεις διαδοχικές χρονιές (2021-2022-2023), ανεβάζοντας το κόστος που επέφερε για το Δημόσιο η εξυγίανση της Τράπεζας Αττικής, μαζί με τη νέα ΑΜΚ, πάνω από 1,2 δισ. ευρώ.

Η διάσωση των δύο τραπεζών με όρους που «πριμοδοτούν» τον ιδιώτη επενδυτή, δηλαδή τη Thrivest Holdings, προβάλλει ως αναγκαιότητα. Στο πλαίσιο της συμφωνίας προβλέπεται ότι η Thrivest θα επενδύσει λίγο πάνω από τα 200 εκατ. ευρώ, αλλά θα αποκτήσει αυξημένο ποσοστό (58%) στην ενιαία τράπεζα έναντι του ΤΧΣ, που θα καταβάλει περισσότερα χρήματα, αλλά θα περιορίσει το ποσοστό του στο 35%. Η συμφωνία προκρίνεται ως αναγκαίο κακό γιατί σε διαφορετική περίπτωση η συμμετοχή της Thrivest στην ΑΜΚ θα ήταν αμφίβολη και άρα η διάσωση της τράπεζας θα ήταν αδύνατο να προχωρήσει, με δεδομένο ότι απαίτηση της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., για τη συμμετοχή του ΤΧΣ στην αύξηση είναι η συμμετοχή ιδιώτη επενδυτή. Η πλευρά της Thrivest Holdings (συμφερόντων των Δ. Μπάκου, Γ. Καϋμενάκη και Α. Εξάρχου) έχει προσέλθει στη συμφωνία για την κεφαλαιακή ενίσχυση της ενιαίας τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει πλειοψηφικό ποσοστό στην ενιαία τράπεζα, μετά και τη συνεισφορά στην ενιαία οντότητα της Παγκρήτιας, στην οποία ελέγχει ήδη το 44%. Ουσιαστικά στόχος είναι να δοθεί κίνητρο στον ιδιώτη επενδυτή προκειμένου να συμμετάσχει στην αύξηση.

Το σχέδιο εξυγίανσης

Υπενθυμίζεται ότι το ΤΧΣ ελέγχει σήμερα το 72,5% της Τράπεζας Αττικής και η συμμετοχή στην αύξηση δεν γίνεται στη βάση της διάσωσης της τράπεζας, αλλά της διατήρησης της αξίας της επένδυσής του, που αποτελεί επίσης κόκκινη γραμμή βάσει του καταστατικού του. Στο πλαίσιο της συμφωνίας προβλέπεται επίσης η πλήρης εξυγίανση της ενιαίας τράπεζας που θα δημιουργηθεί και η οριστική μείωση των κόκκινων δανείων από το υψηλό επίπεδο του 55%, κάτω από το 5% και η αποκατάσταση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στο επίπεδο του 15%. Με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο μέρος της ΑΜΚ θα καλυφθεί από το ΤΧΣ, το πλειοψηφικό ποσοστό της Thrivest Holdings θα προκύψει σε δεύτερη φάση μετά την ενεργοποίηση των warrants και θα αποτελέσει μέρος της συμφωνίας των μετόχων. Να σημειωθεί ότι η Thrivest έχει επενδύσει μέχρι σήμερα 64 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Αττικής, στην οποία ελέγχει άμεσα το 4,9% και το 5,6% μέσω της Παγκρήτιας Τράπεζας, στην οποία έχει επενδύσει άλλα 90 εκατ. ευρώ, ελέγχοντας το 44%.

Στο πλαίσιο της συμφωνίας, προβλέπεται η μείωση των κόκκινων δανείων από το υψηλό επίπεδο του 55%, κάτω από το 5%.

Το μέγεθος της νέας γενναίας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, που εκτιμάται κοντά στα 730 εκατ. ευρώ, προσδιορίζεται με βάση την αξιολόγηση που πραγματοποίησε ο διεθνής οίκος DBRS για το ύψος της ζημίας που επιφέρει η τιτλοποίηση των κόκκινων δανείων που θα πραγματοποιήσουν οι δύο τράπεζες με τη «στήριξη» του μηχανισμού κρατικών εγγυήσεων του «Ηρακλή». Με βάση την προκαταρκτική αξιολόγηση, από το σύνολο των 870 εκατ. ευρώ της ζημίας που επιφέρει η τιτλοποίηση μέσω «Ηρακλή», τα 455 εκατ. ευρώ αναλογούν στην Τράπεζα Αττικής, που βαρύνεται με κόκκινα δάνεια περίπου 2 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ζημίας προέρχεται από το παλιό χαρτοφυλάκιο «Artemis», που η τράπεζα είχε τιτλοποιήσει το 2017, χωρίς ωστόσο το χαρτοφυλάκιο αυτό να πληροί τους όρους αποαναγνώρισης και άρα να σταματήσει να βαραίνει τον ισολογισμό της.

Εξίσου όμως σημαντικό είναι και το κόστος για την εξυγίανση της Παγκρήτιας Τράπεζας, που θα απαιτήσει άλλα 415 εκατ. ευρώ, καθώς επιβαρύνεται επίσης με κόκκινα δάνεια ύψους 1,4 δισ. ευρώ και δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 53,4% – με βάση τα στοιχεία του α΄ τριμήνου. Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί επίσης το γεγονός ότι η Παγκρήτια βαρύνεται με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 45 εκατ. ευρώ και τυχόν εμφάνιση ζημιών θα οδηγούσε σε ενεργοποίηση του DTC και συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό της κεφάλαιο, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Τράπεζας Αττικής το 2020.

Οι καταθέσεις

Η συμμετοχή του ΤΧΣ προκρίνεται προκειμένου να αποφευχθεί το «κούρεμα» των καταθετών των δύο τραπεζών, που συγκεντρώνουν καταθέσεις 5,7 δισ. ευρώ (3,1 δισ. η Αττικής και 2,6 δισ. η Παγκρήτια). Με βάση τα στοιχεία, οι μη εγγυημένες καταθέσεις, δηλαδή αυτές που δεν καλύπτονται από το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚΕ) ανέρχονται σε περίπου 900 εκατ. για την Τράπεζα Αττικής και 720 εκατ. για την Παγκρήτια, ανεβάζοντας το ύψος των αποταμιεύσεων που θα κινδύνευαν να χαθούν σε πάνω από 1,6 δισ. ευρώ. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε διπλό «χτύπημα», όχι μόνο για τις δύο τράπεζες, αλλά και ευρύτερα το τραπεζικό σύστημα που έχει «επιβιώσει» από τα δύσκολα χρόνια της κρίσης χωρίς να έχει χαθεί ούτε ένα ευρώ καταθέσεων, παρά τα διαδοχικά «λουκέτα» 14 συνολικά τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία.

Πώς διασώθηκε

Μέσω της συνεισφοράς του Δημοσίου η Τράπεζα Αττικής απέφυγε μέχρι σήμερα τα χειρότερα, δηλαδή το «λουκέτο» και η συνεισφορά αυτή έχει γίνει με τρεις τρόπους.

Πρώτον, με την ενεργοποίηση του νόμου για τον αναβαλλόμενο φόρο, κατά την οποία το Δημόσιο εξέδωσε warrants (δικαιώματα αγοράς μετοχών), τα οποία μετατράπηκαν σε μετοχές, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στη συνέχεια στο ΤΧΣ. Να σημειωθεί ότι τα ποσά μετατροπής του DTC σε κοινές μετοχές δεν αύξησαν τα εποπτικά ίδια κεφάλαια της τράπεζας, καθώς συνυπολογίζονταν ήδη στα ίδια κεφάλαια. Βελτίωσαν ωστόσο την ποιότητα των κεφαλαίων της και σήμερα η Τράπεζα Αττικής έχει εξαλείψει πλήρως την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το Δημόσιο.

Δεύτερον, το ΤΧΣ έχει συμμετάσχει στις δύο αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ύψους 240 εκατ. και 473,4 εκατ. ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν το 2021 και το 2023 αντίστοιχα, συνεισφέροντας κάθε φορά 150,7 εκατ. και 329 εκατ. ευρώ. Ως άμεση συνεισφορά του Δημοσίου καταγράφεται επίσης και η συμμετοχή του ΕΦΚΑ σε τρεις ΑΜΚ (το 2017, το 2021 και το 2023), επενδύοντας συνολικά περί τα 135 εκατ. ευρώ. Σήμερα το ποσοστό μετά τις διαδοχικές αυξήσεις έχει απομειωθεί στο 7,6%.

Τρίτη συνεισφορά αποτελεί το ομόλογο Tier II, που η Τράπεζα Αττικής είχε εκδώσει στα τέλη του 2018 και είχε καλυφθεί από το ελληνικό Δημόσιο. Το ομόλογο ύψους 100,1 εκατ. ευρώ είχε προσμετρηθεί στα εποπτικά κεφάλαια, αλλά μετά την έλευση της 5ετίας δεν προσμετράται πλέον και έτσι η απόσβεσή του βαραίνει το Δημόσιο.

Μεγάλος χαμένος –αν και όχι δημόσιος φορέας– είναι επίσης και το ΤΜΕΔΕ, το οποίο έχει επενδύσει 755 εκατ. ευρώ και σήμερα βρίσκεται με ποσοστό μόλις 4,5%, ενώ άλλα 875 εκατ. ευρώ έχουν «χάσει» οι ιδιώτες μέτοχοι που συμμετείχαν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου από το 2003.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT