Η εντεινόμενη «στενότητα» στην αγορά εργασίας, η οποία εκφράζεται με τη συνεχή αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού της ανεργίας, περιορίζουν το δυνητικά διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Αυτό, στον βαθμό που θα λάβει μονιμότερα χαρακτηριστικά, δύναται να δημιουργήσει στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα στους κλάδους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά κενών θέσεων, κλάδοι οι οποίοι έχουν σημαντική συμμετοχή στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ), προειδοποιεί η Alpha Bank.
Οπως διαπιστώνει το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της τράπεζας, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας συνεχίζουν να βελτιώνονται, με το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας να υποχωρεί, προσεγγίζοντας τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα και την απασχόληση να αυξάνεται. Επιπλέον, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας (Labour market slack), η οποία αντανακλά τον βαθμό υποχρησιμοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου, καταγράφει, την τελευταία τριετία, τη μεγαλύτερη βελτίωση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, παραμένοντας, ωστόσο, σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την πλειονότητα αυτών. Παράλληλα, παρατηρείται εντεινόμενη «στενότητα» στην αγορά εργασίας, όπως αποτυπώνεται στην αύξηση των κενών θέσεων εργασίας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Παρακολουθώντας τη διαχρονική εξέλιξη του εποχικά διορθωμένου ποσοστού της ανεργίας και του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της απασχόλησης, η Alpha Bank σημειώνει ότι το ποσοστό της ανεργίας, τον Μάιο του 2024, συνέχισε την πτωτική του πορεία και διαμορφώθηκε σε 10,6%, επιστρέφοντας περίπου στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2009 (10,5%). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι από τις αρχές του περασμένου έτους το ποσοστό της ανεργίας υποχωρεί με πολύ ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με την υποχώρηση που καταγράφηκε από τα μέσα περίπου του 2021 μέχρι τις αρχές του 2023. Παράλληλα, η απασχόληση καταγράφει συνεχή αύξηση από τον Απρίλιο του 2021 έως σήμερα, με εξαίρεση δύο μήνες εντός του 2023. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η απασχόληση κατέγραψε ετήσια αύξηση κατά 1,3% τον Μάιο του 2024, ενώ οι απασχολούμενοι ανήλθαν περίπου σε 4,25 εκατ. άτομα, επιστρέφοντας σε παρόμοια επίπεδα με τα τέλη του 2010. Ωστόσο, ο αριθμός των απασχολουμένων υπολείπεται κατά περίπου 371.000 από το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε τον Οκτώβριο του 2008.
Η βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας αντανακλάται, επιπρόσθετα, στη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του ποσοστού της υποχρησιμοποίησης των πόρων της εργασίας, όπως αυτή μετριέται από το ποσοστό «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας της Eurostat. Η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας ορίζεται ως το ποσοστό του ανθρώπινου κεφαλαίου που εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: είτε είναι άνεργοι είτε υποαπασχολούνται με μερική απασχόληση, είτε είναι διαθέσιμοι για εργασία αλλά όχι σε αναζήτηση εργασίας, είτε βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας υποχώρησε στο 16,1% το πρώτο τρίμηνο του 2024, έναντι 16,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και 17,3% το πρώτο τρίμηνο του περασμένου έτους. Η μείωση που καταγράφει το εν λόγω ποσοστό την τελευταία τριετία (9,5 ποσοστιαίες μονάδες) είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στη μείωση των ανέργων και, δευτερευόντως, στην υποχώρηση των ποσοστών των λοιπών κατηγοριών. Τα υψηλότερα ποσοστά των κενών θέσεων εργασίας, το πρώτο τρίμηνο του 2024, καταγράφονται στους κλάδους των καταλυμάτων και εστίασης (18,4%), στις τέχνες (9,6%), στη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας (7,3%), στην παροχή νερού (6,8%) και στις κατασκευές (6,5%).