Ξοδεύουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε

Ξοδεύουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε

Αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης το πρώτο τρίμηνο

2' 56" χρόνος ανάγνωσης

Σε αρνητικό έδαφος κινήθηκε και πάλι η αποταμίευση το α΄ τρίμηνο φέτος και μάλιστα σε υψηλό ποσοστό -8,1%, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που χτυπούν για άλλη μια φορά «καμπανάκι» για τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα. Ενα αρνητικό ποσοστό, όπως αυτό του πρώτου τριμήνου, σημαίνει ότι ξοδεύουμε περισσότερα από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά μας, είτε αντλώντας από τις αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών είτε δανειζόμενοι.

Το πρόβλημα δεν είναι νέο. Το 2023, το α΄ τρίμηνο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάλι αρνητικό, αλλά χαμηλότερο -2,2%, ενώ το δ΄ τρίμηνο είχε φτάσει το -8,9%. Η χώρα κινείται σταθερά σε αρνητικό έδαφος από το 2012, με εξαίρεση τη διετία 2020-2021, οπότε λόγω COVID είχε βυθιστεί η κατανάλωση.

Tο μέγεθος του προβλήματος αναδεικνύουν, εξάλλου, σταθερά τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στις ανοιξιάτικες προβλέψεις του περασμένου Μαΐου, η Ελλάδα όχι μόνο είναι ουραγός, αλλά και η μόνη με αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης νοικοκυριών. Το 2023 το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ήταν -2,7%, φέτος προβλέπεται ότι θα είναι -1,5% και το 2025 -1,3%. Κατά μέσον όρο, στην Ε.Ε. το ποσοστό αποταμιεύσεων των νοικοκυριών είναι 14,4%, στην Ευρωζώνη 15,5% και στην πρωταθλήτρια Γερμανία είναι 21,1%.

Η ίδια εικόνα επικρατεί και στη μέτρηση της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι ουραγός, με ποσοστό 8,2% το 2023, έναντι μέσου όρου 24,7% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Οι αναλυτές ανησυχούν για το διαρκές αυτό φαινόμενο, καθώς συνεπάγεται εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό. Οπως επεσήμανε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, «το λεγόμενο “κενό αποταμίευσης”, με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση».

Σε πρόσφατη μελέτη καθηγητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο «Η αποταμίευση στην Ελλάδα (ή Γιατί δεν αποταμιεύουμε)», που χρηματοδότησε η Eurobank, αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, που συνδέονται με τις χαμηλές αποταμιευτικές επιδόσεις στη χώρα:

• Οι διαγενεακές μεταβιβάσεις πλούτου, και ιδιαίτερα οι γονικές παροχές, είναι πολύ πιο διαδεδομένες στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες, με αρνητικές συνέπειες στην αποταμίευση.

Η Ελλάδα, όχι μόνο είναι ουραγός στην Ε.Ε., αλλά και η μόνη με αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης νοικοκυριών.

• Η διόρθωση του εξαιρετικά υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης του εισοδήματος που παρείχε το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα μετά το 2010 αναμένεται να επηρεάσει θετικά την αποταμίευση των νοικοκυριών.

• Το πολύ μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονομία συνδέεται αρνητικά με την αποταμίευση.

• Στον βαθμό που η φοροδιαφυγή είναι πιο εκτεταμένη μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων, επηρεάζονται επίσης αρνητικά τα δημόσια έσοδα και η δημόσια αποταμίευση.

• Η τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών με δαπάνες στέγασης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αποταμίευση.

Τα ίδια χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εξάλλου (τριμηνιαίοι μη χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί θεσμικών τομέων), δείχνουν ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 6,9% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από 35,5 δισ. ευρώ σε 38 δισ. ευρώ. Δεδομένου ότι οι λιανικές πωλήσεις το εν λόγω διάστημα εμφανίζουν πτώση, εκτιμάται ότι η κατανάλωση κατευθύνεται πλέον σε μεγάλο βαθμό σε υπηρεσίες.

Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ αυξήθηκε μόλις κατά 1,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022, από 34,74 δισ. ευρώ σε 35,13 δισ. ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT