Οι Ελληνες φοιτητές αποφοιτούν σχετικά αργά και με δεξιότητες που δεν χρειάζεται η αγορά. Πρόκειται για κομβικές παθογένειες της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που χρειάζονται δομικές αλλαγές για να αντιμετωπιστούν. Το επισημαίνει έρευνα της Alpha Bank με τίτλο «Εκπαίδευση, δεξιότητες και εργατικό δυναμικό στην ελληνική αγορά εργασίας», που δημοσιοποιήθηκε χθες και από την οποία προκύπτουν τα εξής:
• Οι εγγεγραμμένοι φοιτητές στα ΑΕΙ υπερβαίνουν συνολικά τις 872.000 και αυξήθηκαν κατά 33% το 2022 έναντι του 2013.
• Οι περισσότεροι φοιτητές παίρνουν το πτυχίο τους μέχρι τα 24 έτη (62%).
• Ενας στους τέσσερις αποφοιτά από 25 μέχρι 29 ετών, με το συνολικό ποσοστό των αποφοίτων μέχρι 29 ετών στην Ελλάδα (86%) να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ε.Ε.-27 (81%) το 2022.
• Ωστόσο, στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπάρχει το φαινόμενο των «αιωνίων φοιτητών», με έναν στους τέσσερις εγγεγραμμένους φοιτητές που δεν αποφοιτούν να είναι άνω των 35 ετών.
• Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται σταθερή αύξηση του ποσοστού των ατόμων που είναι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς από το 2002 έως το 2022 το ποσοστό των πτυχιούχων στο εργατικό δυναμικό 15-64 ετών διπλασιάστηκε, φθάνοντας στο 30,5%, στα ίδια δηλαδή επίπεδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ομως, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων. «Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση στην Ε.Ε.-27 σε όρους πλεονάσματος δεξιοτήτων (overqualification) και στην τέταρτη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ ηγείται επίσης αυτών ως προς την αναντιστοιχία της θέσης εργασίας και του αντικειμένου των σπουδών (field-of-study mismatch) (2019). Οι δείκτες του CEDEFOP αποκαλύπτουν επίσης ότι το ποσοστό πλεονάσματος δεξιοτήτων μεταξύ των νέων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-27» αναφέρει η έρευνα, προσθέτοντας ότι «η μη ευθυγραμμισμένη σχέση προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων ενέχει τον κίνδυνο αφενός να μην αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι δαπάνες της εκπαίδευσης, αφετέρου τα πιο καταρτισμένα άτομα σε θέσεις που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες να λαμβάνουν χαμηλότερους μισθούς και μικρότερη ικανοποίηση από την εργασία τους, καθώς οι δυνατότητές τους δεν αξιοποιούνται πλήρως και δεν αποζημιώνονται επαρκώς». «Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ίση πρόσβαση για όλους στην εκπαίδευση, να προωθηθούν η καινοτομία και η ψηφιακή ενσωμάτωση, και να ευαισθητοποιηθούν περιβαλλοντικά τα παιδιά στα σχολεία. Επίσης είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστούν οι αιτίες της ανεργίας των νέων με ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας, να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, να προωθηθεί η υγιής επιχειρηματικότητα μεταξύ των νέων και να ενθαρρυνθεί η συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας».