Με το βλέμμα στραμμένο στην ερχόμενη Παρασκευή 9 Αυγούστου βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς τότε θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Ιουλίου. Μια πρώτη, βεβαίως, γεύση, και μάλιστα «πικρή», πήραν κυβέρνηση και νοικοκυριά την περασμένη Τετάρτη, όταν ανακοινώθηκαν από τη Eurostat οι εκτιμήσεις της για την πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε τον Ιούλιο σε 3% από 2,5% τον Ιούνιο. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και στις αρχές Ιουλίου, όταν είχαν ανακοινωθεί οι αντίστοιχες εκτιμήσεις της Eurostat για τον δείκτη του Ιουνίου, υπήρξαν ανεπίσημες διαρροές στον Τύπο σε σχεδόν πανηγυρικούς τόνους, αυτή τη φορά επικράτησε σιγή ιχθύος, με τον προβληματισμό φυσικά να είναι έντονος.
Ακόμη και αν στα τυποποιημένα τρόφιμα και εν γένει στα είδη σούπερ μάρκετ παρατηρείται μια σχετική συγκράτηση των τιμών –το «καλάθι» βεβαίως αποκαλύπτει αυξήσεις τιμών σε φρέσκο γάλα, βρεφικές πάνες και είδη ατομικής υγιεινής λόγω της επίδρασης του μέτρου για μείωση των παροχών από τους προμηθευτές προς τους λιανεμπόρους–, υπάρχουν στον ορίζοντα πολλοί παράγοντες που ευνοούν τη συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων. Οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν τις τιμές των οπωροκηπευτικών, η πανώλη τις τιμές των αιγοπροβάτων, ενώ έκδηλη είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις στην τιμή των πετρελαιοειδών από τις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Την ίδια ώρα η κρίση στις ναυτιλιακές μεταφορές λόγω των επιθέσεων των ανταρτών Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα αποδεικνύεται ότι μόνο προσωρινή δεν ήταν, ανεβάζοντας ολοένα και περισσότερο το μεταφορικό κόστος, το οποίο μετακυλίεται, έστω και εν μέρει και με χρονική υστέρηση, στον τελικό καταναλωτή.