Στα 94 δισ. το κόστος ενεργειακής μετάβασης

Στα 94 δισ. το κόστος ενεργειακής μετάβασης

Τι περιλαμβάνει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για το Κλίμα έως το 2030 σε ηλεκτροκίνηση, ΑΠΕ και αποθήκευση

6' 19" χρόνος ανάγνωσης

Προσγειωμένους στον ρεαλισμό στόχους για την ενεργειακή μετάβαση, από απόψεως δαπανών και αξιοποίησης των διαθέσιμων τεχνολογιών, περιλαμβάνει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που αναμένεται να βγει σε δημόσια διαβούλευση μέσα στην εβδομάδα. Οι υπέρμετρα φιλόδοξοι στόχοι του αρχικού σχεδίου, που εστάλη τον περασμένο Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες, επαναπροσδιορίστηκαν με βασική αρχή την ελαχιστοποίηση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο και περιορίζεται στα 94 δισ. ευρώ για το διάστημα 2025-2030, δραστικά χαμηλότερο από το προβλεπόμενο κόστος των 270 δισ. ευρώ της αρχικής έκδοσης. Για την περίοδο 2031-2050 το κόστος υπολογίζεται σε 332,076 δισ. ευρώ. Η ανάγκη της αναπροσαρμογής των στόχων του αρχικού σχεδίου προέκυψε μια και διαπιστώθηκε ότι η υλοποίησή τους περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 0,6% κατά μέσον όρο τα επόμενα 25 χρόνια, αφού το ΕΣΕΚ αποτελεί τη βάση χάραξης μακροχρόνιων πολιτικών και μέτρων όχι μόνο στον ενεργειακό τομέα, αλλά και σε μια σειρά από συνδεόμενους τομείς πολιτικής (δημοσιονομικά, μεταφορές, υποδομές, βιομηχανία και εμπόριο, ανάπτυξη, ακόμη και παιδεία). Οι κατευθύνσεις που δόθηκαν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ στο ΚΑΠΕ, που ανέλαβε την αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου, ήταν να επαναπροσδιορίσει τους στόχους για την ηλεκτροκίνηση, την εξοικονόμηση ενέργειας σε κατοικίες και δημόσια και επαγγελματικά κτίρια, το υδρογόνο και άλλες νέες τεχνολογίες σε επίπεδα που να διασφαλίζουν ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τουλάχιστον 1,2% έως το 2050.

Το αναθεωρημένο σχέδιο του ΕΣΕΚ θέτει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 58,6% έως το 2030 (πρώτη περίοδο της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα το 2050). Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μέσω της ταχείας ανάπτυξης των ΑΠΕ, η συμμετοχή των οποίων στην τελική κατανάλωση προβλέπεται στο 45,4% ελαφρώς αυξημένη από το 44% στο αρχικό σχέδιο, και της ηλεκτροπαραγωγής 76,8% από 80% στο αρχικό σχέδιο. Αυξημένη στο 62,1% από το 52% του αρχικού σχεδίου είναι η χρήση των ΑΠΕ για θέρμανση – ψύξη, ενώ πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό στόχο (49%) –στο 67,4%– μπαίνει ο πήχυς για το «πρασίνισμα» των κτιρίων, με τον σχεδιασμό να προβλέπει την αναβάθμιση 409.000 κατοικιών στην εξαετία. Αντιθέτως, σημαντικά από τον ευρωπαϊκό στόχο (29%) αποκλίνει ο στόχος για διείσδυση των ΑΠΕ στις μεταφορές, ο οποίος προσγειώνεται στο 13,9%, καθώς το βάρος στην ηλεκτροκίνηση έως το 2030 πέφτει στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης και όχι στην αύξηση του στόλου ηλεκτρικών οχημάτων.

Για την περίοδο 2031-2050, το κόστος υπολογίζεται στα 332,076 δισ. ευρώ – Το νέο ΕΣΕΚ αναμένεται να βγει σε δημόσια διαβούλευση μέσα στην εβδομάδα.

Στο μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή την περίοδο 2025-2030 κυρίαρχη θέση θα έχουν οι ΑΠΕ (66%) με την ταχεία ανάπτυξη των πιο ώριμων και φθηνών τεχνολογιών των αιολικών και ηλιακών συστημάτων. Η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών προβλέπεται να φτάσει στα 13,5 GW από 5,430 GW το 2022 και των χερσαίων αιολικών στα 8,9 GW από 4,7 GW. Πρόσθετη αιολική ισχύ 1,9 GW θα προέλθει από τη νέα τεχνολογία των υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Το σχέδιο προβλέπει ταχεία ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας στην εξαετία, αναπροσαρμόζοντας στους στόχους για ισχύ από μπαταρίες στα 4,325 GW από 3,1 GW στο αρχικό σχέδιο. Η ισχύς της αντλησιοταμίευσης από 0,699 GW το 2022 προβλέπεται να φτάσει στα 1,745 GW το 2030. Η συμμετοχή του φυσικού αερίου από τα 6,3 GW το 2022 ανεβαίνει στα 7,885 GW το 2030, ενώ ο ρόλος του παραμένει σημαντικός για την ευστάθεια του συστήματος μέχρι και το 2050.

Οι συντάκτες μάλιστα του ΕΣΕΚ εκτιμούν ότι θα χρειασθεί σχεδιασμός κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030-2040 θα μειωθούν περαιτέρω οι ώρες λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. «Η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση σε όλα τα ενδεχόμενα της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το 2050», σημειώνουν οι συντάκτες του ΕΣΕΚ. Σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειαστεί να παραμείνουν στα νησιά πετρελαϊκές μονάδες για τις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, ενώ ο λιγνίτης αποσύρεται οριστικά το 2028.

Σταδιακή αποκλιμάκωση στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος

Οι χαμηλές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος τίθενται στο αναθεωρημένο σχέδιο του ΕΣΕΚ ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία εξηλεκτρισμού της ελληνικής οικονομίας. Οι τιμές ηλεκτρισμού στον τελικό καταναλωτή, σύμφωνα με τους συντάκτες του σχεδίου, θα μειωθούν μέσω της ισόρροπης ανάπτυξης των ΑΠΕ ανά κατηγορία (φωτοβολταϊκά, αιολικά, υδροηλεκτρικά) και στη βάση προγραμματισμού βασικών αναγκών, με κριτήριο την ελαχιστοποίηση των περικοπών και ταυτόχρονα την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και μιας σειράς πρόσθετων δράσεων. Μεταξύ αυτών, προτείνονται η μετατόπιση της ζήτησης στις ώρες υπερπροσφοράς των ΑΠΕ, η συγκράτηση σε εύλογα επίπεδα του κόστους ρυθμιζόμενων χρεώσεων που σχετίζονται με την ανάπτυξη δικτύων σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωσή έως την εξάλειψη των χρεώσεων που σχετίζονται με τις ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) και την επιδότηση των καταναλώσεων στα νησιά (ΥΚΩ). Επίσης, μέσω της μεταφοράς του χαμηλού κόστους ΑΠΕ στον τελικό καταναλωτή με PPAs και ανάπτυξη αυτοπαραγωγής κατά το μοντέλο των δράσεων που έχουν σχεδιαστεί για την τοπική αυτοδιοίκηση.

Στα 94 δισ. το κόστος ενεργειακής μετάβασης-1
Στην αεροπλοΐα και στη ναυτιλία προβλέπεται να προχωρήσει η χρήση προηγμένων βιοκαυσίμων.

Το μέσο κόστος ηλεκτρικού ρεύματος, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ, θα βαίνει μειούμενο καθώς θα διεισδύουν οι ΑΠΕ και θα αποσβένονται οι επενδύσεις, ωστόσο λόγω της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, θα υπάρχουν έντονες διακυμάνσεις στις τιμές, τόσο εποχιακές όσο και εντός της ημέρας. Οι προβολές του ΕΣΕΚ δείχνουν υψηλές τιμές την πρώτη περίοδο της ενεργειακής μετάβασης (2025-2030) σε ένα εύρος της τάξης των 145-139 ευρώ/MWh και σταδιακή αποκλιμάκωση στη συνέχεια, για να φτάσουν στο τέλος της περιόδου (2050) στα 96 ευρώ/MWh. Με προϋπόθεση το ύψος των τιμών και συνολικότερα την ελαχιστοποίηση του κόστους της ενεργειακής μετάβασης, ο στρατηγικός σχεδιασμός για το Net Zero το 2050 μεταφέρει από τη δεύτερη περίοδο και μετά την επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού κλάδων που χαρακτηρίζεται δύσκολη η απανθρακοποίησή τους (hard to abate), όπως η βαριά βιομηχανία και οι μεταφορές, αναμένοντας την ωρίμανση νέων τεχνολογιών όπως το υδρογόνο.

Στη βιομηχανία, ειδικά σε τομείς όπως η τσιμεντοβιομηχανία και τα διυλιστήρια, ενθαρρύνονται και διευκολύνονται τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης CO2.

Στη βιομηχανία, ειδικά στους τομείς που δεν έχουν εναλλακτική λύση (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια) ενθαρρύνονται και διευκολύνονται τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2, για τα οποία έχουν εγκριθεί και κοινοτικές χρηματοδοτήσεις. Η αποθήκευση CO2 προβλέπεται να λάβει χώρα στα υποθαλάσσια εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου (υπάρχει σχετικό έργο σε ωρίμανση) ενώ εξετάζονται ο εντοπισμός και η ανάπτυξη και άλλων κατάλληλων γεωλογικών σχηματισμών σε αποθήκες CO2 ή και η αποθήκευση σε άλλους γεωλογικούς σχηματισμούς γειτονικών χωρών. Η ανάγκη για διείσδυση υδρογόνου στη βιομηχανία εκτιμάται ότι είναι περιορισμένη και τα επόμενα χρόνια. Ενδεικτικά, σήμερα σχετική ανάγκη παρουσιάζεται μόνο για μία μονάδα αμμωνίας (η οποία βάσει των υποθέσεων του ΕΣΕΚ θα χρησιμοποιεί πράσινο υδρογόνο από το 2035). Παράλληλα, τα δύο υφιστάμενα διυλιστήρια προχωρούν ήδη στην υλοποίηση επενδύσεων που θα επιτρέψουν τη μετατροπή του «γκρι» υδρογόνου που παράγουν σε «μπλε» (δηλαδή με δέσμευση και αποθήκευση του CO2). Για τις βαριές οδικές μεταφορές στο ΕΣΕΚ γίνεται η υπόθεση μερικής υδρογονοκίνησης από το 2040, με την ηλεκτροκίνηση να έχει τον κύριο λόγο, και αυτό διότι η υδρογονοκίνηση, μολονότι έχει τεχνικά πλεονεκτήματα, έχει το πρόβλημα της χαμηλής συνολικής ενεργειακής απόδοσης και του υψηλού κόστους ανάπτυξης σταθμών ανεφοδιασμού. Η υπόθεση αυτή θα επανελέγχεται κατά τις περιοδικές αναθεωρήσεις του ΕΣΕΚ ανάλογα με την εξέλιξη της τεχνολογίας.

Στην αεροπλοΐα και τη ναυτιλία προβλέπεται να προχωρήσει η χρήση προηγμένων βιοκαυσίμων (όπως το bio-SAF και το bio-diesel, των οποίων το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο από αυτό των συνθετικών καυσίμων) λόγω των υποχρεώσεων που έχουν τεθεί από την ενωσιακή νομοθεσία. Στο ΕΣΕΚ θεωρείται ότι στη ναυτιλία θα προηγηθεί η χρήση συνθετικής μεθανόλης, ενώ από το 2045 θα υπάρξει σημαντική εμπορική ανάπτυξη και της συνθετικής αμμωνίας. Για την αεροπλοΐα θεωρείται επέκταση της συνθετικής κηροζίνης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT