Η Ελλάδα έχει σήμερα μια μεγάλη ενεργειακή ευκαιρία, αφού διαθέτει όλα τα μέσα για να επιτύχει τρεις άκρως επωφελείς στόχους: Να μειώσει τις εκπομπές ρύπων, να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα να μειώσει μόνιμα το κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές.
Ηδη τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έχει πραγματοποιήσει διαδοχικά άλματα στην ενεργειακή της μετάβαση. Το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή υποχώρησε φέτος σε μόλις 5,4%, ενώ οι ΑΠΕ είναι πρώτες με 45% ξεπερνώντας τα ορυκτά καύσιμα. Κάναμε επίσης τα πρώτα μας βήματα στην ηλεκτροκίνηση, αναπτύξαμε τα δίκτυα ηλεκτρισμού και αερίου, ανοίξαμε τον δρόμο για την αποθήκευση με μπαταρίες και αναβαθμίσαμε ενεργειακά χιλιάδες κατοικίες και κτίρια.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο καταναλωτής θα απολάμβανε ήδη μια πτώση του ενεργειακού κόστους αφού οι ΑΠΕ είναι μακράν οι φθηνότερες μορφές ενέργειας. Εντούτοις, η πανδημία και η ενεργειακή κρίση των προηγουμένων ετών δεν το επέτρεψαν, αυξάνοντας τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, αλλά και το κόστος της ίδιας της ενεργειακής μετάβασης.
Ετσι, το ΥΠΕΝ αφουγκραζόμενο τις νέες ανάγκες προχώρησε κατά το τελευταίο έτος σε μια αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), δηλαδή τον οδικό μας χάρτη ώς το τέλος της δεκαετίας και ακόμη παραπέρα μέχρι το 2050 και το net zero. Ζητούμενο πλέον είναι η «κλιματική προσήλωση» να συμβαδίσει με την οικονομικότητα και τη μείωση του τελικού ενεργειακού κόστους για τους Ελληνες πολίτες. Επιλέξαμε λοιπόν να μην κάνουμε εκπτώσεις στην κλιματική μας φιλοδοξία, κινούμενοι παράλληλα πιο ρεαλιστικά στους τρόπους επίτευξης των στόχων. Σε πρώτη φάση μέχρι το 2030 κεντρική επιδίωξη είναι το περαιτέρω «πρασίνισμα» της ηλεκτροπαραγωγής, η επέκταση του εξηλεκτρισμού στους τομείς όπου αυτό είναι εφικτό και η συνέχιση της αναβάθμισης του κτιριακού μας αποθέματος.
Συγκεκριμένα, στο νέο ΕΣΕΚ μειώνεται ελάχιστα ο στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ με 76,8% στον ηλεκτρισμό, ενώ οι εκπομπές CO2 της χώρας μας προβλέπεται να υποχωρήσουν κατά 58,6% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Και στις δύο περιπτώσεις περνάμε πάνω από τον πήχυ που θέτουν οι Βρυξέλλες.
Στις επιμέρους τεχνολογίες έρχονται μεγάλες εξελίξεις: Ως το 2030 η ισχύς των φωτοβολταϊκών θα ανέλθει στα 13,5 GW από 5,5 GW το 2022 και αυτή των αιολικών θα αυξηθεί από τα 4,7 GW στα 8,9 GW. Πρόκειται για τις δύο φθηνότερες πηγές ενέργειας και για αυτό οφείλουμε να στηριχθούμε σε αυτές πρωτίστως. Το φυσικό αέριο θα αναπτυχθεί ελαφρώς σε όρους ισχύος, αλλά οι συμβατικές μονάδες θα λειτουργούν λιγότερες ώρες και έτσι θα αποφύγουμε το υψηλό κόστος που συνεπάγονται. Σε κάθε περίπτωση θα διασφαλίσουμε ότι οι μονάδες θα λειτουργούν κατά τρόπο ώστε η ευστάθεια και η επάρκεια του ηλεκτρικού μας συστήματος να είναι εγγυημένη ανά πάσα στιγμή.
Υπάρχουν επίσης δύο ακόμη τεχνολογίες που προωθούμε έχοντας ως γνώμονα τη θετική σχέση κόστους και οφέλους – για το σύνολο της εθνικής οικονομίας: Ως τα τέλη της δεκαετίας η Ελλάδα θα διαθέτει τα πρώτα 1,9 GW υπεράκτιων αιολικών, καθώς και δυναμικότητα αποθήκευσης ενέργειας 6 GW που θα συμβάλλει στην κατανομή της πράσινης ηλεκτροπαραγωγής σε όλο το 24ωρο χαμηλώνοντας τις τιμές της χονδρικής. Ταυτόχρονα, θα ξεκινήσει η απανθρακοποίηση και σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως οι βαριές μεταφορές και η βιομηχανία, αφού έως τα τέλη της δεκαετίας η χώρα μας θα δει και το πράσινο υδρογόνο να κάνει το «ντεμπούτο» του στο ενεργειακό μείγμα. Προκειμένου να γίνουν πράξη όλα τα παραπάνω, θα χρειαστούν στο υπόλοιπο της δεκαετίας που διανύουμε συνολικές επενδύσεις ύψους 94 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό που φαίνεται υψηλό, αλλά είναι δραστικά χαμηλότερο από τα 270 δισ. ευρώ που προέβλεπε η προηγούμενη έκδοση του ΕΣΕΚ.
Μέχρι το 2030 κεντρική επιδίωξη είναι το περαιτέρω «πρασίνισμα» της ηλεκτροπαραγωγής και η συνέχιση της αναβάθμισης του κτιριακού μας αποθέματος.
Καθώς απέχουμε μόλις πέντε χρόνια από το τέλος της δεκαετίας, ο επικαιροποιημένος σχεδιασμός οφείλει να κοιτάζει ακόμα πιο μακριά στο μέλλον και προβλέπει ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού μας συστήματος έως το 2050. Στα χρόνια μετά το 2030 η ωρίμανση νέων τεχνολογιών θα επιτρέψει να αυξηθεί έντονα η παραγωγή και κατανάλωση πράσινου υδρογόνου, να αναδειχθεί η ηλεκτροκίνηση ως βασική τεχνολογία στα ελαφρά οχήματα, αλλά και να ανέβει σε άλλο επίπεδο η χρήση αντλιών θερμότητας στα κτίρια. Τα εναλλακτικά καύσιμα θα βοηθήσουν τη ναυτιλία να μειώσει τις εκπομπές της, ενώ οι ΑΠΕ θα κυριαρχήσουν πλήρως στην παραγωγή ηλεκτρισμού με 99% το 2040.
Τέλος, το τρίτο στάδιο της μετάβασης για τα έτη από το 2040 έως το 2050 περιλαμβάνει την εδραίωση του πράσινου υδρογόνου και των συνθετικών καυσίμων μαζί με την ολοκλήρωση των προσπαθειών στους υπόλοιπους τομείς.
Πώς μεταφράζονται, όμως, όλες οι αλλαγές του νέου Εθνικού Σχεδίου για την τσέπη του καταναλωτή; Η πρόβλεψη είναι ότι το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος θα περιοριστεί σταδιακά έως τα 85 ευρώ/MWh μέχρι το 2030 και μακροπρόθεσμα ακόμα περισσότερο με τελικό ορίζοντα το 2050. Ταυτόχρονα, οι ενισχυμένες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με τις γύρω χώρες θα μας επιτρέψουν να προστατευτούμε απέναντι σε απότομες διακυμάνσεις και να εξασφαλίσουμε προβλέψιμο κόστος.
Καταλήγοντας, η προτεραιότητα της κυβέρνησης στα ενεργειακά είναι σαφής: Ο Ελληνας καταναλωτής. Το ΕΣΕΚ προβλέπει ότι θα αξιοποιούμε σταδιακά μόνο όποια τεχνολογία είναι πιο ώριμη, οικονομική και μπορεί να δημιουργήσει αξία για τη χώρα. Δίχως πειραματισμούς, δίχως στοιχήματα και δίχως περιττό ρίσκο.
Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κινηθούμε ολοταχώς προς ένα μέλλον με πιο καθαρή, οικονομική και αξιόπιστη ενέργεια. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να εξασφαλίσει τα μέγιστα από την πράσινη μετάβαση, καθώς είναι ευλογημένη με πλούσιο ανανεώσιμο δυναμικό και κομβική γεωγραφική θέση. Η ευκαιρία για την εθνική μας οικονομία είναι τεράστια και το νέο ΕΣΕΚ που θέτουμε σε δημόσια διαβούλευση, ώστε να αξιολογηθεί από τους πολίτες τους οποίους αφορά, αποτελεί τον οδηγό για να την εκμεταλλευτούμε.
*Η κ. Αλεξάνδρα Σδούκου είναι υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.