Ελάχιστα είναι πλέον τα οχυρά των δυτικών βιομηχανιών και της δυτικής τεχνολογίας που εξακολουθούν να αποτελούν πεδίο κυριαρχίας της Δύσης, καθώς τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. αφυπνίστηκαν όψιμα όταν κατέγραψαν τη διαστημική εκτόξευση της Κίνας.
Από τη βιομηχανία για τις σπάνιες γαίες, που πριν από 60 χρόνια ήταν τομέας κυριαρχίας των ΗΠΑ, μέχρι τα φωτοβολταϊκά στα οποία ηγήθηκε αρχικά η Γερμανία, στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες και τεχνολογίες, πράσινες και όχι μόνον, αποτελούν πλέον σε μεγάλο βαθμό βασίλειο της Κίνας.
Σχεδόν το 97% των φωτοβολταϊκών που είναι εγκατεστημένα σε ταράτσες και ηλιακά πάρκα στην Ε.Ε. έχουν εισαχθεί από την Κίνα και έχουν παραχθεί σε κινεζικές βιομηχανίες. Και σε ό,τι αφορά όλη τη βιομηχανία γύρω από τις σπάνιες γαίες η Κίνα διαθέτει παγκόσμιο μονοπώλιο, με τουλάχιστον το 75% της παγκόσμιας εξόρυξης και παραγωγής τους να βρίσκεται υπό τον έλεγχό της. Και τώρα η Κίνα αναπτύσσει με ραγδαίους ρυθμούς μεγάλο στόλο πυρηνικών αντιδραστήρων, ενώ οι Ευρωπαίοι διστάζουν. Ενδέχεται, έτσι, οι ΗΠΑ όσο και η πρωτοπόρος στον τομέα Γαλλία να δουν σύντομα την Κίνα παγκόσμια ηγετική δύναμη στην πυρηνική ενέργεια. Αυτή τη στιγμή, πάντως, η Ε.Ε. αγωνίζεται να εμποδίσει την κυριαρχία της Κίνας στο καύσιμο του μέλλοντος αν όχι και του παρόντος, στο καθαρό υδρογόνο.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν θορυβηθεί και έχουν ασκήσει πιέσεις στην Κομισιόν ώστε να επιβάλει πολιτική «made in Europe» και να αποτρέψει την κυριαρχία της Κίνας στο υδρογόνο. Η Κομισιόν έχει στραφεί στην καινοτόμο Ιαπωνία, που πρώτη παρουσίασε την εθνική της στρατηγική για το υδρογόνο το 2017 και ήδη βιομηχανίες της όπως η Toyota χρησιμοποιούν τις εφαρμογές του υδρογόνου. Αυτός ήταν και ο στόχος επίσκεψης της επιτρόπου Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, στο Τόκιο τον Ιούνιο από όπου σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ιάπωνα υπουργό Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας Κεν Σάιτο καταφέρθηκε κατά των στρεβλώσεων που προκαλούν οι πολιτικές της Κίνας, χωρίς ωστόσο να την κατονομάζει ευθέως. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η Ε.Ε. και η Ιαπωνία είναι πλέον φυσικοί σύμμαχοι καθώς μπορούν να αναπτύξουν από κοινού την απαιτούμενη τεχνολογία, να καλλιεργήσουν ζήτηση και να διαμορφώσουν μια εφοδιαστική αλυσίδα θωρακισμένη από τους εξαναγκασμούς που μπορεί να συνεπάγεται οποιαδήποτε εξάρτηση από την Κίνα.
Ιαπωνικές βιομηχανίες, όπως η Toyota, χρησιμοποιούν ήδη το νέο καύσιμο.
Τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και η Ιαπωνία έχουν θέσει στόχο να μηδενίσουν το 2050 τις εκπομπές καυσαερίων και σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, το 2050 θα εισάγουν μεγάλο όγκο υδρογόνου. Τότε, όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα είναι κύριοι εξαγωγείς του νέου καυσίμου και η Ε.Ε. πρέπει να αποφύγει την εξάρτηση από την Κίνα. Εχει, άλλωστε, εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της να διασφαλίσει την προσφορά ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, από τη στιγμή που η Ρωσία διέκοψε την προσφορά φυσικού αερίου. Πέραν των ευρύτερων προσπαθειών της να ανακόψει την περαιτέρω επέλαση της Κίνας, η Ε.Ε. έχει τώρα πρόσθετους λόγους να αποφύγει την εξάρτησή της από τον ασιατικό οικονομικό γίγαντα για το υδρογόνο, καθώς θα μπορούσε να επαναληφθεί ένα σενάριο παρεμφερές με εκείνο της Ρωσίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Αν η Κίνα εισβάλει στην Ταϊβάν και επιδεινωθούν οι σχέσεις της με την Ευρώπη, το Πεκίνο θα μπορούσε να διακόψει την προσφορά.
Ράλι Κίνας στην πυρηνική ενέργεια
Εχοντας κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Κίνα επελαύνει στην πυρηνική ενέργεια αναπτύσσοντας δυναμικά τον στόλο των πυρηνικών της αντιδραστήρων με την ίδια γνωστή επιτυχημένη τακτική που την έχει αναδείξει σε κυρίαρχη δύναμη σε πολλά άλλα. Η πρώτη φορά που η Κίνα ενέκρινε την ανέγερση πυρηνικού σταθμού στο έδαφός της ήταν το 1981, αλλά σήμερα οικονομολόγοι της BloombergNEF προεξοφλούν πως το 2030 η πυρηνική της βιομηχανία θα έχει αφήσει πίσω της τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Σήμερα βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής 30 πυρηνικοί αντιδραστήρες εντός της χώρας που δαπανά δισεκατομμύρια δολάρια για έρευνα στο πεδίο της πυρηνικής ενέργειας καθώς και για πειράματα. Παράλληλα, δαπανά πολύ περισσότερα από τις ΗΠΑ σε έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της πυρηνικής σύντηξης, από την οποία πολλοί περιμένουν να ικανοποιήσει το όνειρο της ανθρωπότητας για απεριόριστη ενέργεια. Την ίδια στιγμή, ο υπόλοιπος κόσμος και μεγάλο μέρος της Ευρώπης βυθίζονται στον προβληματισμό που προκάλεσε το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα. Εν μέσω της γενικευμένης ανησυχίας που είχε προκαλέσει τότε, αναγκάστηκε και η Κίνα να «παγώσει» την έγκριση νέων μονάδων. Το 2019 αναίρεσε όμως τη σχετική απαγόρευση και έκτοτε το Πεκίνο έχει εγκρίνει 20 πυρηνικούς αντιδραστήρες μέσα στα τελευταία δύο χρόνια. Εχει, άλλωστε, θέσει στόχο για το 2050 να παράγει από πυρηνική ενέργεια το 15% του συνόλου της ενέργειάς της. Εν ολίγοις, να είναι η πυρηνική ενέργεια η τρίτη σημαντικότερη πηγή ενέργειας για τη χώρα μετά την αιολική και την ηλιακή.
Σήμερα βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής 30 αντιδραστήρες εντός της χώρας, ενώ δαπανά δισ. δολ. για έρευνα.
Μιλώντας προσφάτως στο Bloomberg, ο Λιν Μποκιάνγκ, κοσμήτορας στο Ινστιτούτο Μελετών Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σιαμέν, επισήμανε εύστοχα πως «η Κίνα είναι η μοναδική χώρα που δεν διέκοψε ποτέ την κατασκευή αντιδραστήρων μέσα στην τελευταία δεκαετία, όταν η διακοπή της σχετικής δραστηριότητας σε άλλες χώρες άφησε σε κάποιες κενό εμπειρίας και σε κάποιες άλλες οδήγησε αρκετές βιομηχανίες στην πτώχευση». Η τακτική της Κίνας στην πυρηνική ενέργεια βασίζεται στον ίδιο γνωστό συνδυασμό των γενναίων επιδοτήσεων από το Πεκίνο, της ευρείας κλίμακας παραγωγής και μιας σχετικά απλής κατασκευής που μπορεί να αναπαραχθεί εύκολα. Κατασκευάζει πολλούς πανομοιότυπους αντιδραστήρες βάσει του ίδιου σχεδίου και με τις ίδιες προδιαγραφές και διασφαλίζει έτοιμη εφοδιαστική αλυσίδα και πληθώρα εξειδικευμένου προσωπικού. Μια τακτική που έχει αποδειχθεί επιτυχής και ιδιαίτερα τώρα καθώς αναμένεται να αυξηθεί η ζήτηση για πυρηνική ενέργεια εν μέσω της παγκόσμιας προσπάθειας για στροφή σε καθαρή ενέργεια, αλλά και της ανάγκης για ενεργειακή ασφάλεια. Εχει, έτσι, επιτύχει να αυξήσει το μερίδιό της στις άδειες πυρηνικής ενέργειας από το 1,3% το 2008 στο 13,4% το περασμένο έτος.
Γιατί η Δύση χάνει τη μάχη στις προηγμένες τεχνολογίες
Η κυριαρχία της Κίνας στα ηλεκτροκίνητα οχήματα, που ίσως αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα εμπορικού πολέμου, έχει τις ρίζες της στα εργαστήρια ενός πανεπιστημίου στο Τέξας. Εκεί πριν από πολλές δεκαετίες ομάδα ερευνητών ανακάλυψε πώς μπορούν να παραχθούν μπαταρίες από μέταλλα που βρίσκονταν σε αφθονία γι’ αυτό και είναι φτηνά. Οι κινεζικές επιχειρήσεις αξιοποίησαν την ανακάλυψη και δεκαετίες μετά παράγουν με μικρό κόστος μεγάλες ποσότητες μπαταριών, όπως επίσης και τα περισσότερα ηλεκτροκίνητα οχήματα στον κόσμο καθώς και πολλά άλλα συστήματα καθαρής ενέργειας.
Η αύξηση των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών και το άλμα στις δαπάνες για έρευνα στην Κίνα.
Οι μπαταρίες δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του πώς κατορθώνει η Κίνα να φτάσει ή και να ξεπεράσει τις προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες στις τεχνολογίες και στη μεταποίηση. Και καταγράφει επιτεύγματα σε έναν μακρύ κατάλογο τομέων από τις φαρμακοβιομηχανίες μέχρι τα drones και τα φωτοβολταϊκά υψηλής απόδοσης. Το πώς απειλεί η Κίνα την πρωτοκαθεδρία που κατείχαν οι ΗΠΑ στην τεχνολογία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, μπορεί να το δει κανείς στις αίθουσες διδασκαλίας κινεζικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στους προϋπολογισμούς των επιχειρήσεων, καθώς και στις κατευθυντήριες γραμμές που δίνουν τα υψηλότερα κλιμάκια του Πεκίνου. Σε σύγκριση με τους φοιτητές άλλων μεγάλων χωρών, είναι σαφώς μεγαλύτερη η μερίδα των Κινέζων φοιτητών που επιλέγουν να σπουδάσουν μαθηματικά, θετικές επιστήμες και μηχανολογία. Και αυξάνεται συνεχώς, ενώ παράλληλα από το 2000 και μετά έχει υπερ-δεκαπλασιαστεί το ποσοστό όσων φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι δαπάνες της για έρευνα και ανάπτυξη τριπλασιάστηκαν στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και έχουν θέσει την Κίνα στη δεύτερη θέση μετά τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής της Αυστραλίας, οι ερευνητές της Κίνας ηγούνται παγκοσμίως καθώς έχουν δημοσιεύσει διεθνώς αναγνωρισμένες εργασίες πάνω σε 52 από τις 64 σημαντικότερες τεχνολογίες. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την τεχνολογία μπαταριών το 65,5% όσων διεθνώς αναγνωρισμένων εργασιών έχουν δημοσιευθεί επί του θέματος ανήκουν σε Κινέζους ερευνητές. Η Κίνα έχει κάπου 50 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών με αντικείμενο τη χημεία μπαταριών ή τη μεταλλουργία μπαταριών. Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, είναι λιγότεροι από 10 οι καθηγητές που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα. Και όπως επισημαίνει η Χίλαρι Σμιτ, φυσικός με ειδίκευση στις μπαταρίες στο Swarthmore College, στις ΗΠΑ οι φοιτητές ενδιαφέρονται μεν για την έρευνα στον τομέα των μπαταριών αλλά γνωρίζουν ότι «θα πρέπει να ανταγωνιστούν με πάρα πολλούς για πολύ λίγες θέσεις σε ερευνητικά κέντρα, γι’ αυτό και οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να κάνουν κάτι άλλο».
ΚΙΘ ΜΠΡΑΝΤΣΕΡ/THE NEW YORK TIMES
Στρεβλώσεις
Μετά τη συνάντησή της με τον Ιάπωνα υπουργό Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, η επίτροπος της Ε.Ε. για την Ενέργεια, Κάντρι Σίμσον, σχολίασε την επεκτατική πολιτική της Κίνας, επικρίνοντας «τη χρήση ευρέος φάσματος πολιτικών και πρακτικών που δεν έχουν καμία σχέση με την αγορά, καθώς και τις επιδοτήσεις σε βιομηχανίες που τελικά οδηγούν σε στρεβλώσεις της αγοράς και τη μετατροπή τους σε όπλο».
30
πυρηνικοί αντιδραστήρες βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευής στην Κίνα.
Συνεργασία
Ο διευθύνων σύμβουλος της Hydrogen Europe, Γιώργος Χατζημαρκάκης, τάχθηκε υπέρ της συνεργασίας της Ε.Ε. με την Ιαπωνία και τόνισε προσφάτως πως «η προηγμένη τεχνολογία και καινοτομία της Ιαπωνίας την καθιστούν κρίσιμο εταίρο στον καθορισμό των διεθνών προδιαγραφών», προσθέτοντας πως αυτού του είδους η συνεργασία «διευρύνει την επιρροή και των δύο πλευρών στα σώματα που καθορίζουν τα διεθνή στάνταρ».
97%
των φωτοβολταϊκών στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν εισαχθεί από την Κίνα.
Επτά χώρες
Σχολιάζοντας τη δυναμική ανάπτυξη του πυρηνικού τομέα της Κίνας, ο πρόξενος της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, Κούι Τζιανστούν, τόνισε: «Κάποτε ακολουθούσαμε αλλά τώρα είμαστε ηγετική δύναμη». Προσέθεσε δε, πως «μάλλον δεν υπάρχουν περισσότερες από επτά χώρες που να διαθέτουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν, να κατασκευάσουν και να θέσουν σε λειτουργία μονάδες παραγωγής πυρηνικής ενέργειας».