Δαπάνες επιχειρήσεων που δεν αναγνωρίζονται αν εξοφληθούν με μετρητά

Δαπάνες επιχειρήσεων που δεν αναγνωρίζονται αν εξοφληθούν με μετρητά

Στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, έχουν περιληφθεί διατάξεις στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) που απαγορεύουν στις επιχειρήσεις τη φορολογική έκπτωση μιας δαπάνης εάν αυτή εξοφληθεί με μετρητά

3' 48" χρόνος ανάγνωσης

Στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, έχουν περιληφθεί διατάξεις στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) που απαγορεύουν στις επιχειρήσεις τη φορολογική έκπτωση μιας δαπάνης εάν αυτή εξοφληθεί με μετρητά.

Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ΚΦΕ, στο οποίο καθορίζονται οι μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες, περιλαμβάνονται τρεις κατηγορίες δαπανών οι οποίες δεν εκπίπτουν εάν εξοφληθούν με μετρητά.

Η πρώτη κατηγορία, που είναι και η ευρύτερη, περιλαμβάνει κάθε είδους δαπάνη που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ, είτε από την ημεδαπή είτε από την αλλοδαπή. Εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν εξοφληθούν ολικά ή τμηματικά με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής, τότε δεν αναγνωρίζονται φορολογικά (περ. β΄ άρθρου 23 ΚΦΕ).

Ειδικότερα για την κατηγορία αυτή έχει διευκρινιστεί ότι στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση.

Ως αξία συναλλαγής λαμβάνεται υπόψη το καθαρό ποσό της αξίας της συναλλαγής, προ ΦΠΑ.

Ως εξόφληση με τραπεζικό μέσο πληρωμής νοείται η κατάθεση του ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή. Ωστόσο, η κατάθεση αυτή μπορεί να γίνει είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα), αρκεί να αποδεικνύεται ότι τα ποσά πράγματι κατατίθενται στον τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή που εξέδωσε το φορολογικό στοιχείο. Επίσης, τραπεζικό μέσο πληρωμής μπορεί να είναι η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή, η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων, η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης, η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΠΟΛ 1216/2014).

Σε περίπτωση που καταβάλλονται προκαταβολές έναντι της αξίας του αγαθού ή της υπηρεσίας ή όταν πραγματοποιούνται τμηματικές καταβολές που αφορούν συναλλαγές συνολικού ύψους άνω των 500 ευρώ απαιτείται η χρήση τραπεζικού μέσου, ανεξαρτήτως του ποσού τής κάθε τμηματικής καταβολής ή προκαταβολής.

Η αγορά αγαθών ή η λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής.

Επισημαίνεται ότι όλη η δαπάνη πρέπει να εξοφληθεί με τραπεζικό μέσο, και όχι μέρος ή τμήμα αυτής. Αν δηλαδή για μια δαπάνη 2.500 ευρώ εξοφληθούν έστω και 50 ευρώ μετρητά και τα υπόλοιπα όπως ορίζει ο νόμος, τότε όλο το ποσό της δαπάνης δεν εκπίπτει.

Σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς. Οταν όμως η διαφορά που απομένει μετά τον συμψηφισμό είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωρισθεί το σύνολο της αξίας των αγορών απαιτείται η εξόφληση της διαφοράς αυτής να πραγματοποιηθεί με τραπεζικό μέσο πληρωμής.

Από την ΑΑΔΕ διευκρινίσθηκε (ΠΟΛ 1055/2016) ότι η εξόφληση μιας επιχείρησης στον τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή μπορεί να γίνει όχι αποκλειστικά από την ίδια αλλά και από τρίτο (π.χ. πελάτη της), στον οποίο θα δώσει εντολή να καταθέσει το ποσό που χρωστάει στον προμηθευτή, αρκεί να αποδεικνύεται με βάση τα κατάλληλα στοιχεία (τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα) η εξόφληση του προμηθευτή καθώς και ο λόγος εξόφλησης των δαπανών από τον τρίτο.

Επίσης, από την ΑΑΔΕ έχει γίνει δεκτό ότι η μη εξόφληση των ως άνω δαπανών με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής δεν συνιστά, από μόνη της, εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή και δεν έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό του εισοδήματος με έμμεσες μεθόδους προσδιορισμού κερδών, εφόσον δεν συντρέχουν και άλλοι λόγοι (ΠΟΛ 1216/2014).

Επισημαίνεται ότι οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί εντός ενός φορολογικού έτους αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο έτος αυτό κρίνονται οριστικά, ως προς την εκπεσιμότητά τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση αυτών. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης των δαπανών διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (π.χ. με μετρητά), η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά.

Οι άλλες δύο κατηγορίες δαπανών οι οποίες δεν αναγνωρίζονται φορολογικά στις επιχειρήσεις αν εξοφληθούν με μετρητά έστω και μερικώς είναι οι δαπάνες ενοικίων και η δαπάνη μισθοδοσίας του προσωπικού (περίπτωση ιε΄ και ιδ΄ του άρθρου 23 ΚΦΕ). Συγκεκριμένα, και οι δαπάνες αυτές δεν αναγνωρίζονται φορολογικά εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση αυτών δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, όπως π.χ. τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι διευκρινίσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα από την ΑΑΔΕ και για τις ανωτέρω περιπτώσεις εξόφλησης των δαπανών είναι σχετικά ανάλογες με την πρώτη κατηγορία.

* Ο κ. Σταύρος Πετριδίσογλου είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής και partner του φορολογικού τμήματος της Accounting Solutions A.E. (www.accountingsolutions.gr).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT