Μπαράζ αγοραπωλησιών έχει πυροδοτήσει η σημαντική αύξηση, από 1ης Σεπτεμβρίου, της ελάχιστης απαιτούμενης επένδυσης σε ακίνητα για την απόκτηση «χρυσής βίζας» από πολίτες τρίτων χωρών. Από πέρυσι τον Αύγουστο το ελάχιστο όριο επένδυσης για την απόκτηση «χρυσής βίζας» διπλασιάστηκε σε 500.000 ευρώ, στο κέντρο της Αθήνας, στα βόρεια και στα νότια προάστια, στον Δήμο Θεσσαλονίκης, στη Μύκονο και στη Σαντορίνη.
Στις υπόλοιπες περιοχές, όπως για παράδειγμα ο Πειραιάς, το ποσό αυτό έχει παραμείνει στις 250.000 ευρώ. Αυτό πρόκειται να αλλάξει από την 1η Σεπτεμβρίου, οπότε θα ξεκινήσει η εφαρμογή του δεύτερου κύματος μέτρων. Το κατώτατο δηλαδή όριο θα αυξηθεί στις 800.000 ευρώ σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Μύκονο, Σαντορίνη και στα νησιά με πληθυσμό πάνω από 3.100 κατοίκους. Στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, η ελάχιστη αξία θα διαμορφωθεί στις 400.000 ευρώ, ενώ η επένδυση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε ένα μόνο ακίνητο επιφάνειας τουλάχιστον 120 τ.μ.
Οι επικείμενες αυτές αλλαγές έχουν εκτοξεύσει τις συναλλαγές σε περιοχές όπως o Πειραιάς και τα προάστιά του, όπου ο ρυθμός ανόδου των ζητούμενων αξιών ενισχύθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε ετήσια βάση σύγκρισης κατά 28,9% και 23,6% αντίστοιχα. Σύμφωνα με στοιχεία του δικτύου Spitogatos, η μέση ζητούμενη τιμή στον Πειραιά διαμορφώνεται σε 2.471 ευρώ ανά τ.μ., ενώ τα σκήπτρα κρατούν τα νότια προάστια με 3.750 ευρώ ανά τ.μ. Κατά τους αναλυτές, η έκρηξη τιμών στον Πειραιά αποδίδεται στην εκτόξευση των συναλλαγών μέσω «χρυσής βίζας», σε συνδυασμό με την ανάπτυξη που εμφανίζουν οι συνοικίες γύρω από το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
«Οι επικείμενες αλλαγές στο καθεστώς της “χρυσής βίζας” έστρεψαν τους επενδυτές στον Πειραιά, οδηγώντας στον πολλαπλασιασμό αυτού του είδους των αγοραπωλησιών, οι οποίες εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν φέτος τις 5.000. Οι Κινέζοι, οι Αραβες και οι Τούρκοι αποτελούν τους επενδυτές με τη μεγαλύτερη δραστηριότητα, αποκτώντας, εκτός από πενταετούς διάρκειας άδεια διαμονής, ένα ακίνητο με απόδοση της τάξεως του 4%», σημειώνει ο Κοσμάς Θεοδωρίδης, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μεσιτών Ακινήτων.
Οι τιμές ακινήτων αυξήθηκαν το δεύτερο τρίμηνο στον Πειραιά και στα προάστιά του κατά 28,9% και 23,6% αντίστοιχα.
Ο Πειραιάς και τα προάστιά του, σύμφωνα με έκθεση της συμβουλευτικής εταιρείας Delphi Partners, κρατούν τα σκήπτρα και στην αύξηση των ενοικίων, με τον ρυθμό ανόδου να ξεπερνάει το 14% το β΄ τρίμηνο του 2024, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2023. Σε απόλυτες αξίες, το μίσθωμα κυμαίνεται από 8,2 ευρώ έως 10 ευρώ ανά τ.μ.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, πολλά από τα σπίτια που αγοράζονται με στόχο την εξασφάλιση άδειας παραμονής μένουν άδεια και αχρησιμοποίητα ή μεταπωλούνται ύστερα από κάποια χρόνια, χωρίς να ανανεωθεί η άδεια παραμονής. Οι περιπτώσεις όπου έχουν γίνει μεταπωλήσεις, με σκοπό το κέρδος, είναι περιορισμένες σε αριθμό και παρατηρήθηκαν κυρίως την περίοδο 2019-2020, όταν κάποιοι ξένοι επενδυτές που είχαν τοποθετηθεί στην ελληνική αγορά μεσούσης της κρίσης, την περίοδο 2015-2017, αγοράζοντας πολύ φθηνά, προτίμησαν να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους.
Η επόμενη μέρα, δηλαδή όταν τεθούν σε ισχύ οι αλλαγές, αναμένεται να οδηγήσει σε συρρίκνωση των ντιλ που γίνονται με δέλεαρ τη «χρυσή βίζα». Για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας, όταν το ελάχιστο όριο αυξήθηκε σε μισό εκατομμύριο ευρώ, αυτού του είδους οι αγοραπωλησίες περιορίστηκαν σε ένα χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό.
Ταυτόχρονα όμως εκτιμάται ότι θα αναδυθεί μία νέα κατηγορία επενδύσεων. Αυτή σε επαγγελματικά ακίνητα που αποκτούν χρήση κατοικίας ή σε διατηρητέα που αποκαθίστανται, για τα οποία διατηρείται ως ελάχιστο όριο το ποσό των 250.000 ευρώ, ενώ δεν προβλέπονται ελάχιστα όρια τετραγωνικών.
Σε δύσκολη θέση οι ενοικιαστές
Οι αλλαγές στο καθεστώς της «χρυσής βίζας» έχουν στόχο να ενισχύσουν την προσφορά ακινήτων, διορθώνοντας τις ζητούμενες τιμές πώλησης ακινήτων. Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, εκτιμάται ότι απουσιάζουν 212.000 ακίνητα από την ελληνική αγορά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις που εκτιμάται ότι έχουν απορροφήσει περίπου 170.000 ιδιοκτησίες, έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των τιμών. Παρότι, όμως, δεν προβλέπεται κάποια άμεση αύξηση της προσφοράς ακινήτων, προκειμένου έτσι να ικανοποιηθεί η πλεονάζουσα ζήτηση, οι αναλυτές της Τράπεζας Πειραιώς εκτιμούν ότι ο κύκλος των διψήφιων ποσοστών αύξησης των τιμών των κατοικιών έχει πλέον παρέλθει και ότι το επόμενο διάστημα οι τιμές ναι μεν θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά αυτό θα γίνεται πλέον με μονοψήφια ποσοστά. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ξεπερνάει το 70%, δηλαδή για 3 στους 10 είναι μονόδρομος η μίσθωση ακινήτων.