Συγκράτηση τιμών ειδικά στα είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα και ενέργεια, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος είτε με καλύτερη αξιοποίηση των κοινωνικών επιδομάτων είτε με την ενίσχυση της απασχόλησης και της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και χορήγηση χειροπιαστών λύσεων σε δεκάδες χιλιάδες πολίτες για την αντιμετώπιση του επιτεινόμενου στεγαστικού προβλήματος συνθέτουν το «πακέτο» των στοχευμένων μέτρων που θα προωθηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα από την κυβέρνηση, με κεντρικό στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας.
To σχέδιο θα υλοποιηθεί σε φάσεις, με κάποιες παρεμβάσεις να ξεκινούν άμεσα (έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις τα Χριστούγεννα, βελτιώσεις σε σειρά κοινωνικών επιδομάτων) και κάποια να «ξεδιπλώνονται» κατά το υπόλοιπο της κυβερνητικής θητείας.
«Ο μήνας δεν βγαίνει»
Η διαπίστωση εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών ότι «δεν βγαίνει ο μήνας» οφείλεται στο γεγονός ότι στις βασικότερες δαπάνες του οικογενειακού προϋπολογισμού οι τιμές έχουν «τρέξει» με μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο του καθαρού εισοδήματος (δηλαδή αυτού που απομένει μετά τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τρόφιμα, που έχουν ανατιμηθεί πάνω από 30% την τελευταία τριετία, με αποκορύφωμα το ελαιόλαδο που έχει ακριβύνει κατά 135%. Δεν είναι όμως μόνο το ελαιόλαδο. Σοκολάτες, νωπά λαχανικά, πατάτες, αυγά, τυριά, χυμοί φρούτων πωλούνται σε τιμές υψηλότερες κατά τουλάχιστον 35% συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2021. Ο λογαριασμός του ρεύματος έχει ανατιμηθεί κατά 29% με βάση τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς πριν από τον Ιούνιο του 2021 η κιλοβατώρα κόστιζε κάτω από 10-11 λεπτά και τώρα έχει 14-15 λεπτά, ενώ έχει πολλαπλασιαστεί και το πάγιο. Το πετρέλαιο θέρμανσης έχει ακριβύνει κατά 40% την τελευταία τριετία, με τη διεθνή τιμή του πετρελαίου να αποτελεί βασικό αστάθμητο παράγοντα.
Οσο για τις τιμές των ακινήτων, έχουν αυξηθεί πλέον πάνω από 40% τα τελευταία τρία χρόνια, παρασύροντας και τα ενοίκια. Ο ανοδικός κύκλος στα ενοίκια, μάλιστα, δεν έχει κλείσει καθώς οι ανανεώσεις παλαιών συμβολαίων γίνονται με ολοένα και υψηλότερες τιμές. Για κάποιες κοινωνικές ομάδες (όπως για παράδειγμα τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό) η αύξηση της τελευταίας τριετίας έχει υπερκαλύψει τον πληθωρισμό, διασφαλίζοντας σε έναν βαθμό την (χαμηλή) αγοραστική δύναμη.
Ομως, αυτό δεν ισχύει για όλους. Γι’ αυτό και πλέον κρίνεται απαραίτητη η λήψη μέτρων τόσο στην κατεύθυνση της συγκράτησης του πληθωρισμού (όπου τα περιθώρια δεν είναι πολύ μεγάλα καθώς παίζουν καθοριστικό ρόλο και εξωγενείς παράγοντες) όσο και στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος.
Στις πιο ευάλωτες ομάδες, που δεν έχουν πάρει αύξηση στο εισόδημά τους ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες λόγω πληθωρισμού, η κυβέρνηση θα καταβάλει έκτακτη οικονομική ενίσχυση. Εχει ήδη εξαγγελθεί το έκτακτο επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους, που δεν θα λάβουν αύξηση ούτε το 2025 λόγω προσωπικής διαφοράς.
Εξετάζεται όμως το ενδεχόμενο να διευρυνθεί ο κατάλογος των δικαιούχων, κάτι που θα εξαρτηθεί από τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο στον φετινό προϋπολογισμό. Προς το παρόν δεν έχουν υπάρξει αρνητικές εκπλήξεις στο σκέλος των δημοσίων δαπανών, ενώ και το 2024 φαίνεται να κλείνει με υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Το τελικό ποσό που θα προκύψει ότι μπορεί να διανεμηθεί θα καθορίσει και την έκταση του καταλόγου των δικαιούχων της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης, οι οποίοι στο σύνολό τους θα ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες.
Τα τρόφιμα έχουν ανατιμηθεί πάνω από 30% την τελευταία τριετία, με αποκορύφωμα το ελαιόλαδο που έχει ακριβύνει κατά 135%.
Τα επιδόματα
Στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των πιο ευάλωτων αποσκοπεί και ο ανασχεδιασμός βασικών κοινωνικών επιδομάτων, με έμφαση στο επίδομα ανεργίας, στο επίδομα τέκνων αλλά και το στεγαστικό. Η πολιτική που θα εξαγγελθεί στη ΔΕΘ στηρίζεται σε καλύτερη «στόχευση» με αυξημένα ποσά ενίσχυσης αυτών που εμφανίζουν τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η πολιτική χρηματοδοτείται μόνη της, καθώς η αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων και η μείωση της ανεργίας οδηγούν σε εξοικονόμηση πόρων οι οποίοι τώρα μπορούν να αναδιανεμηθούν.
Το στεγαστικό αποτελεί και το «μέτωπο» που απαιτεί τους περισσότερους πόρους προκειμένου να αντιμετωπιστεί. Το κόστος στέγασης δεν περιλαμβάνει άλλωστε μόνο τη δαπάνη για την αγορά ή την ενοικίαση ακινήτων, αλλά και τη δαπάνη για τη διαβίωση, με το κυριότερο να είναι το ενεργειακό.
Η χορήγηση των επιδοτούμενων δανείων μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου 2» αποσκοπεί στο να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες περίπου 20.000 οικογενειών, ενώ τα οικονομικά κίνητρα ανακαίνισης ακινήτων (σ.σ. με τη διόρθωση του προγράμματος «Ανακαινίζω – νοικιάζω») αποσκοπούν στο να αυξηθεί η προσφορά ακινήτων για μακροχρόνια μίσθωση.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα ανακοινωθούν από τον πρωθυπουργό και φορολογικά κίνητρα για την αύξηση των μακροχρόνιων μισθώσεων. Τέτοιου είδους κίνητρα προτείνεται να συνδεθούν με την ενοικίαση ακινήτων που σήμερα είναι κλειστά, ώστε το δημοσιονομικό κόστος να αντισταθμιστεί από την αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων.
«Κλειδί» η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος
Η αύξηση του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος συνιστά το «κλειδί» για τη βελτίωση της καθημερινότητας, γι’ αυτό και το βάρος το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα πέσει σε αυτή την κατεύθυνση. Η αύξηση του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος σε ένα νοικοκυριό επιτυγχάνεται αν ο ρυθμός μεταβολής των ονομαστικών αποδοχών είναι ταχύτερος από τον πληθωρισμό, και ιδανικά ταχύτερος από τον ρυθμό αύξησης των τιμών σε έξοδα διατροφής, στέγασης και μετακίνησης που απορροφούν το μεγαλύτερο κομμάτι του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Η εμπειρία κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης έδειξε ότι μόνο με τη μεταβολή του κατώτατου μισθού, την εφάπαξ αύξηση στους δημοσίους υπαλλήλους και τις προγραμματισμένες ενισχύσεις στις συντάξεις δεν διασφαλίζεται η αύξηση του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος για το σύνολο της κοινωνίας.
Γι’ αυτόν τον λόγο θα δρομολογηθούν οι ακόλουθες πολιτικές:
1. Συλλογικές συμβάσεις:
Ενώ στην Ε.Ε. οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν περίπου το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό μετά βίας ξεπερνάει το 30%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε λιγότερους από 900.000 εργαζομένους σε σύνολο άνω των 2,5 εκατομμυρίων απασχολουμένων. Ζητούμενο για το επόμενο διάστημα είναι να ενεργοποιηθεί σχέδιο δράσης από το υπουργείο Εργασίας με στόχο να ενθαρρυνθεί η υπογραφή περισσότερων συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
2. Μέτρα αύξησης της απασχόλησης:
Ο στόχος μείωσης της ανεργίας σε μονοψήφιο ποσοστό έχει επιτευχθεί, αλλά η απασχόληση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα ειδικά σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: νέους κάτω των 30 ετών, γυναίκες και συνταξιούχους ηλικίας κάτω των 67 ετών. Με στοχευμένες πολιτικές θα επιδιωχθεί η αύξηση της απασχόλησης σε αυτές τις ομάδες, ώστε η Ελλάδα να πλησιάσει στον κοινοτικό μέσο όρο.
3. Με βάση οικονομικά κριτήρια (παραγωγικότητα, πληθωρισμός κ.λπ.) θα αποφασίζεται από το 2025 και μετά και το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού, με τον στόχο των 950 ευρώ στο τέλος της 4ετίας να παραμένει.