Εχοντας εκφράσει εδώ και μερικούς μήνες το ενδιαφέρον της για την ομάδα των BRICS, η Τουρκία υπέβαλε χθες και επισήμως αίτηση για την ένταξή της στην ένωση των αναδυόμενων αγορών ή «στην ένωση του Παγκόσμιου Νότου», όπως πολλοί προτιμούν να χαρακτηρίζουν αυτή την ετερόκλητη συσπείρωση χωρών.
Πρόκειται για την ομάδα που δημιούργησαν αρχικά οι Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα, από τα αρχικά των οποίων προέρχεται και το ακρωνύμιο BRIC, στο οποίο προστέθηκαν σύντομα η Νότιος Αφρική και το αρχικό γράμμα S, και η οποία διευρύνθηκε στις αρχές του 2024 με την προσχώρηση του Ιράν, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιθιοπίας και της Αιγύπτου. Στην τελευταία αυτή διεύρυνσή της είχε συμφωνηθεί πέρυσι τέτοια εποχή να ενταχθεί και η Σαουδική Αραβία, αλλά η ένταξή της έχει «παγώσει». Προφανής επιδίωξη της Τουρκίας με την προσέγγιση αυτών των χωρών είναι να συνάψει συμμαχίες πέραν των παραδοσιακών συμμάχων της, του λεγόμενου δυτικού στρατοπέδου, και να επεκτείνει την επιρροή της σε άλλες γεωγραφικές ζώνες με άλλα γεωπολιτικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στον Τούρκο πρόεδρο, ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί πως το γεωπολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις ανεπτυγμένες οικονομίες προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι ίδιες πηγές, που προτίμησαν την ανωνυμία, υπογράμμισαν πως οι νέες κινήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν αντανακλούν τη φιλοδοξία της να καλλιεργήσει δεσμούς συνεργασίας και συμμαχίας με όλες τις πλευρές ενός πολυπολικού κόσμου, ενώ παράλληλα θα παραμένει στρατηγικός σύμμαχος της Δύσης και μέλος του ΝΑΤΟ.
Οταν προ μηνών εξέφρασε το ενδιαφέρον της για την ένταξή της στην ομάδα των BRICS, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν απέδωσε την κίνηση σε δυσφορία της Αγκυρας, που βλέπει να μη σημειώνεται καμία πρόοδος ως προς τις προσπάθειές της για ένταξη στην Ε.Ε. Πολιτικοί αναλυτές προσθέτουν, άλλωστε, πως υπάρχει ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ εξαιτίας της επιμονής της να διατηρεί στενούς δεσμούς με τη Ρωσία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει, άλλωστε, κατηγορήσει επανειλημμένως τις δυτικές χώρες ότι προσπαθούν να εμποδίσουν τη φιλοδοξία της Τουρκίας να αναπτύξει μια αυτάρκη αμυντική βιομηχανία και μια ισχυρή οικονομία.
Σε ομιλία του στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ο Τούρκος πρόεδρος τόνισε πως «η Τουρκία μπορεί να αναδειχθεί σε μια ισχυρή, ευημερούσα και αποτελεσματική χώρα με γόητρο αν βελτιώσει τις σχέσεις της ταυτοχρόνως με την Ανατολή και τη Δύση». Και προσέθεσε πως «οποιαδήποτε άλλη μέθοδος από αυτή δεν πρόκειται να αποβεί προς όφελος της Τουρκίας, αλλά θα τη ζημιώσει». Η προσπάθεια προσέγγισης της ομάδας των BRICS, που σημειωτέον φαίνεται να δείχνει κάποια επιφυλακτικότητα προς την Τουρκία ακριβώς επειδή είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αποβλέπει σε αυτόν τον σκοπό. Η εν λόγω ομάδα εμφανίζεται στη διεθνή σκηνή ως μια εναλλακτική στους θεσμούς στους οποίους κυριαρχεί ο δυτικός κόσμος, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μεταξύ άλλων προσφέρει στα νέα μέλη της πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω της αναπτυξιακής τράπεζας που έχει θεσπίσει. Παράλληλα τους δίνει τη δυνατότητα να διευρύνουν τις πολιτικές συμμαχίες τους και να επεκτείνουν τους εμπορικούς δεσμούς τους.
Στον ίδιο στόχο δείχνει να εντάσσεται, άλλωστε, και το ενδιαφέρον που έχει εκφράσει η Τουρκία για ένταξή της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, τον οποίο έχουν ιδρύσει η Ρωσία και η Κίνα ως αντίπαλον δέος στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα στην Ε.Ε. και τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, όπως λένε κάποιοι», τόνισε ο Ερντογάν και υπογράμμισε πως «αντιθέτως πρέπει να αναπτύξουμε τις σχέσεις μας τόσο με αυτούς τους δύο οργανισμούς, όπως και με άλλους, με στόχο το κοινό όφελος». Η Τουρκία προσβλέπει στην ένταξή της στους BRICS ως μέσον για να βελτιώσει τις σχέσεις οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία και την Κίνα και για να αναδειχθεί σε ένα είδος εμπορικού διαύλου ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Επιδιώκει, άλλωστε, να αποτελέσει κόμβο στη μεταφορά εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης χθες υπέγραψε συμφωνία με τη Shell που θα της παρέχει 4 δισ. κυβικά μέτρα LNG ετησίως, ενώ προβλέπει το δικαίωμα της Τουρκίας να το εξάγει σε τερματικούς σταθμούς στην Ευρώπη.
Η κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθεί, άλλωστε, να προσελκύσει επενδύσεις από τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες ηλεκτροκίνητων οχημάτων που θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές της. Στο περιθώριο της συνόδου υπουργών Εξωτερικών των BRICS τον Ιούνιο, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν τόνισε πως «η οργάνωση αυτή αυξάνει την ποικιλία, τις ταυτότητες και τις πολιτικές προσεγγίσεις στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα».
Παράλληλα, πάντως, η Τουρκία προσπαθεί να αναθερμάνει τις συνομιλίες για την ένταξή της στην Ε.Ε., την οποία χαρακτηρίζει «στρατηγικό στόχο», όπως τόνισε ο κ. Φιντάν μετά τις άτυπες συνομιλίες που είχε με τους ομολόγους του της Ε.Ε. στο περιθώριο της συνόδου και ήταν η πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια.
Η γεωπολιτική στροφή της Αγκυρας προς την Ανατολία
Τον Ιανουάριο, η τουρκική Εθνοσυνέλευση επικύρωσε την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, σηματοδοτώντας τη λήξη σχεδόν δύο ετών κωλυσιεργίας από μέρους της κυβέρνησης της Αγκυρας.
Η Τουρκία χρησιμοποίησε ως πρόφαση της άρνησής της την άδεια που χορήγησαν οι σουηδικές αρχές στην κουρδική ανταρτική οργάνωση ΡΚΚ να συγκεντρώνει κεφάλαια και την ανοχή τους στην παρουσία μελών της οργάνωσης σε σουηδικό έδαφος. Οι τουρκικές διαφωνίες εξαφανίσθηκαν, όμως, μόλις ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν εξασφάλισε αυτό που ζητούσε: 40 αεροσκάφη F-16 από τις ΗΠΑ, αναβάθμιση του υπάρχοντος τουρκικού στόλου αεροσκαφών και μία συνάντηση με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με άρθρο του Τουρκοαμερικανού πολιτικού επιστήμονα Σονέρ Τσαγαπτάι στην επιθεώρηση Foreign Affairs.
Η συμφωνία αξίας 23 δισ. δολαρίων με την Αγκυρα δεν είναι μικρή υπόθεση, καθώς σηματοδοτεί μεταξύ άλλων την άρση του άτυπου εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ προς την Τουρκία, που επιβλήθηκε το 2017 μετά την απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή, η αποτυχία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε. και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας από τον Ερντογάν αποκάλυψαν ότι οι ρίζες της σύγχρονης Τουρκίας βρίσκονται στην Ανατολία. Το προεδρικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ΑΚΡ προσφέρει καλό παράδειγμα της ανόδου της Ανατολίας στην πολιτική σκηνή της χώρας. Τα ήθη του κόμματος διαμορφώθηκαν στα βάθη της Ανατολίας και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τόπος καταγωγής των γονέων του Ερντογάν, αλλά και στα Ανατολικά, πατρίδα της κουρδικής μειονότητας.
Τα υπουργικά συμβούλια του προέδρου ήταν παραδοσιακά γεμάτα στελέχη από τις περιοχές αυτές. Οι πολιτικοί με βαλκανικές ρίζες έχουν εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Το φαινόμενο αυτό καταγράφεται και στον δημόσιο τομέα, στη δικαιοσύνη και στα μέσα ενημέρωσης.
Από την άλλη, η επιρροή του συνδέσμου τουρκικών βιομηχανιών TUSIAD, κυριαρχούμενου παραδοσιακά από Κωνσταντινουπολίτες, Σμυρνιούς και επιχειρηματίες από τις παλιές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συρρικνώνεται. Η νέα επιχειρηματική ελίτ από την Ανατολία και τη Μαύρη Θάλασσα αντιτίθεται σε πολιτική λύση του κουρδικού, ζητεί ρήξη με τον κοσμικό κεμαλισμό και επιδιώκει σύσφιγξη σχέσεων με τη Ρωσία.
Η μετατόπιση αυτή του πολιτικού κέντρου βάρους αντικατοπτρίζει τα νέα δημογραφικά δεδομένα της Τουρκίας και την ενίσχυση της επιρροής των ελίτ από την Ανατολία. Τα μέλη τους θεωρούν ότι το Ισλάμ αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της τουρκικής εθνικής ταυτότητας.
Στα χρόνια του Ερντογάν, οι σχέσεις με τη Ρωσία βελτιώθηκαν. Οι δύο χώρες συνεχίζουν να ανταγωνίζονται, ενώ βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα σε Συρία, Λιβύη, Νότιο Καύκασο και Ουκρανία, με την Αγκυρα να στηρίζει το Κίεβο διπλωματικά και στρατιωτικά. Παρά τον ανταγωνισμό αυτό, όμως, Ερντογάν και Βλαντιμίρ Πούτιν οικοδόμησαν στενή προσωπική σχέση μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016. Την εποχή εκείνη, η Δύση έχασε μοναδική ευκαιρία να στηρίξει δημόσια την Τουρκία και τη δημοκρατία της.
Ο Πούτιν, αντίθετα, δεξιώθηκε τον Ερντογάν δύο εβδομάδες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Αυτό οδήγησε, με τη σειρά του, σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και συνεννοήσεις σε Συρία και Λιβύη, παρότι Αγκυρα και Μόσχα βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα των κρίσεων αυτών.
Εναν αιώνα μετά την ίδρυσή της από τον Κεμάλ Ατατούρκ, η Τουρκία βρήκε τη γεωπολιτική της θέση στην Ανατολία, το σταυροδρόμι μεταξύ Μέσης Ανατολής, Ευρώπης και Ευρασίας. Η Τουρκία αυτή θεωρεί ακόμη ότι ανήκει στην Ευρώπη, εκτός και αν αυτό σημαίνει την απώλεια των εθνικών χαρακτηριστικών της.
Ο Ερντογάν δεν μοιράζεται τον συναισθηματικό σύνδεσμο των Τούρκων ηγετών του 20ού αιώνα με την Ευρώπη. Η Αγκυρα συναλλάσσεται σήμερα με το Ιράν, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, τα Εμιράτα, την Ε.Ε. και όλους τους διεθνείς παίκτες χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένη να επιλέξει προνομιούχο εταίρο. Η νέα αυτή Τουρκία θα παραμείνει ασφαλώς μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά θα οικοδομήσει την ίδια στιγμή σχέσεις και συμμαχίες με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ευρασίας. Τα ουκρανικά στρατεύματα χρησιμοποιούν συχνά τουρκικής κατασκευής drones Μπαϊρακτάρ, παρότι οι εμπορικές συναλλαγές Αγκυρας και Μόσχας ενισχύθηκαν μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο Ερντογάν, όμως, δεν μοιάζει πια πρόθυμος να υψώσει ανάστημα στη Δύση. Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 2023, δεν αντιμετωπίζει πια αντίπαλο, ενώ άρχισε συνειδητά να φροντίζει την υστεροφημία του. Αυτό προσφέρει ευκαιρία στον Τζο Μπάιντεν και τον/τη διάδοχό του να αγκαλιάσει τη νέα Τουρκία και να την καταστήσει αρωγό και συνεργάτη στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και της Γάζας, αλλά και στην ανάσχεση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής σε Αφρική και Βαλκάνια. Η Τουρκία δεν επιθυμεί να γίνει μέρος της Δύσης και οι ΗΠΑ οφείλουν να το σεβαστούν, γράφει ο Τουρκοαμερικανός αναλυτής, διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Ινστιτούτο της Ουάσιγκτον για την Εγγύς Ανατολή.
Τα υψηλά επιτόκια ανακόπτουν την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας
Αν και δεν έχουν έως τώρα κατορθώσει να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό που βρίσκεται στο 62%, τα υψηλά επιτόκια της τουρκικής λίρας αρχίζουν να ανακόπτουν την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας και ο ρυθμός ανάπτυξής της επιβραδύνεται αισθητά πλέον και περισσότερο από όσο είχαν εκτιμήσει οικονομικοί αναλυτές.
Το β΄ τρίμηνο του έτους η τουρκική οικονομία του 1,2 τρισ. δολαρίων σημείωσε ανάπτυξη μόλις 2,5% σε ετήσια βάση, όταν το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο αναπτυσσόταν με ρυθμό 5,3% και οι οικονομολόγοι σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg προέβλεπαν πως το β΄ τρίμηνο θα επιβραδυνθεί στο 3,2%.
Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, το α΄ τρίμηνο έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη η εγχώρια ζήτηση, καθώς αυξήθηκε σημαντικά ο βασικός μισθός και οι προβλέψεις για περαιτέρω επιτάχυνση του πληθωρισμού εξώθησαν τα τουρκικά νοικοκυριά σε εσπευσμένες αγορές προτού αυξηθούν περαιτέρω οι τιμές. Σταδιακά όμως τα επιτόκια και ο υψηλός πληθωρισμός ανακόπτουν την ιδιωτική κατανάλωση και την ανάπτυξη, όπως προδίδουν τα στατιστικά στοιχεία που φέρουν την εγχώρια κατανάλωση να έχει αυξηθεί μόλις κατά 1,6% το β΄ τρίμηνο, όταν η αύξηση το α΄ τρίμηνο του έτους ήταν 6,8%. Ενδεικτική είναι, άλλωστε, η πορεία των εισαγωγών, η αύξηση των οποίων επιβραδύνθηκε στο 5,7% σε ετήσια βάση. Τα επιτόκια βρίσκονται εδώ και αρκετούς μήνες αμετάβλητα στο 50%, ποσοστό στο οποίο τα έχει φέρει η Τράπεζα της Τουρκίας ύστερα από αλλεπάλληλες αυξήσεις στις οποίες προχώρησε μέσα στους τελευταίους περίπου 16 μήνες. Η περιοριστική νομισματική πολιτική έπληξε ορισμένες βιομηχανίες του μεταποιητικού τομέα, ιδιαιτέρως την κλωστοϋφαντουργία, και ο βιομηχανικός τομέας σημείωσε συρρίκνωση 1,8% σε ετήσια βάση.