Βαθαίνει η κρίση στη γερμανική οικονομία

Βαθαίνει η κρίση στη γερμανική οικονομία

Για δεύτερο συναπτό έτος αναμένεται να διολισθήσει σε ύφεση, καθώς η ανταγωνιστικότητά της μειώνεται συνεχώς

7' 53" χρόνος ανάγνωσης

Σημάδι των καιρών, συνισταμένη σειράς βαθύτατων διαρθρωτικών αλλαγών στις οικονομίες της Ευρώπης και της παγκόσμιας οικονομίας και μιας πλήρους ανατροπής δεδομένων παγιωμένων επί δεκαετίες, ήταν η είδηση που αιφνιδίασε και σόκαρε στις αρχές της εβδομάδας και στη συνέχεια προκάλεσε ταραχές και επεισόδια στη Γερμανία.

Τα σχέδια της εμβληματικής αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας, της Volkswagen και δευτερευόντως της Intel, να κλείσουν μονάδες τους στη Γερμανία αποτελούν κορύφωση μιας κρίσης που σοβεί τα τελευταία χρόνια στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, που την οδηγεί και πάλι σε νέα μείωση του ΑΕΠ της και τώρα τείνει να προκαλέσει τεκτονικές μετατοπίσεις.

Σοκ από την ανακοίνωση της Volkswagen για το ενδεχόμενο «λουκέτου» σε μονάδες της, που απασχολούν 300.000 ανθρώπους.

Με την ύφεση να πηγαινοέρχεται τα τελευταία δύο χρόνια στα μακροοικονομικά μεγέθη της, οι βιομηχανίες της Γερμανίας έχουν δεχθεί αλλεπάλληλα πλήγματα, καθώς έχασαν τους φθηνούς υδρογονάνθρακες της Ρωσίας –ακρογωνιαίο λίθο του μεταπολεμικού οικονομικού της θαύματος–, είδαν το λειτουργικό τους κόστος να εκτοξεύεται και την ανταγωνιστικότητά τους να χάνεται.

Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, επί δεκαετίες συνώνυμο της παραγωγικότητας και της βιομηχανικής υπεροχής, γνώρισε πρωτοφανή μείωση της εξωτερικής ζήτησης για τα ασυναγώνιστα βιομηχανικά προϊόντα της, όταν ο κυριότερος πελάτης της, η Κίνα, διολίσθησε σε πολύπλευρη κρίση ενώ αναδεικνυόταν σε επιθετικό ανταγωνιστή της.

Και παράλληλα μια μειωμένη ζήτηση στην εγχώρια αγορά της, απότοκο του πληθωρισμού που έχει γονατίσει την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων. Αντιμετώπισε τον κίνδυνο της αποβιομηχάνισης, βλέποντας τους κολοσσούς της να μεταφέρουν επενδύσεις τους στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν από τις επιδοτήσεις του πακέτου Μπάιντεν στις πράσινες επενδύσεις. Και τώρα γνωρίζει μια πρωτοφανή εξέλιξη, βλέποντας το σύμβολο της γερμανικής ανάπτυξης, το «αυτοκίνητο του λαού», τη Volkswagen, να σχεδιάζει για πρώτη φορά στα 87 χρόνια της ιστορίας της το λουκέτο σε μονάδες της που απασχολούν 300.000 ανθρώπους.

Η «βόμβα», όχι μόνον συνέπεσε με τον πολιτικό σεισμό από την επιτυχία της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, αλλά συνοδεύτηκε από τις προβλέψεις των μεγαλύτερων οικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας για νέα συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ στο σύνολο του έτους. Το οικονομικό ινστιτούτο του Κιέλου, το IfW, ανακοίνωσε πως διαψεύσθηκαν οι πρόσφατες αισιόδοξες εκτιμήσεις του για ανάπτυξη 0,2% μέσα στο 2024, ότι η οικονομική δραστηριότητα υποχωρεί στους περισσότερους κλάδους του ιδιωτικού τομέα και επομένως η οικονομία οδεύει φέτος προς μείωση του ΑΕΠ της κατά 0,1%.ε

Εν ολίγοις, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα διολισθήσει σε ύφεση για δεύτερο συναπτό έτος, δεδομένου ότι έχει προηγηθεί το 2023 συρρίκνωσή της κατά 0,3%. Τις ίδιες ημέρες το οικονομικό ινστιτούτο Ifo προέβλεψε στασιμότητα για τη γερμανική οικονομία και ανακάλεσε παλαιότερη πρόβλεψή του για ανάπτυξη 0,4% μέσα στο 2024.

Και όπως παραδέχθηκαν ανοικτά τόσο ο πρόεδρος του IfW, Μόριτζ Σούλαρικ όσο και ο Τίμο Βολμέρσερσερ, επικεφαλής του τομέα οικονομικών ερευνών στο γερμανικό ινστιτούτο Ifo, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει κρίση διαρθρωτικής φύσης σχετική με την έλλειψη επενδύσεων για τις οποίες την επιπλήττει επί χρόνια το ΔΝΤ, τις πρόσφατες περικοπές στον προϋπολογισμό της, αλλά κατά πολλούς οικονομολόγους και την εμμονή της στη δημοσιονομική αυστηρότητα, τις ελλείψεις εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ακόμη και την άρνηση μεγάλων βιομηχανιών της να αλλάξουν για να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον.

Κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων, ενώ δεν προσελκύει επενδύσεις

Τα σχέδια της Volkswagen να κλείσει μονάδες της στη Γερμανία προστίθενται σε μια σειρά από κινήσεις γερμανικών βιομηχανιών που αποτελούσαν κώδωνα κινδύνου για επικείμενες αρνητικές εξελίξεις με μεγάλο βάθος χρόνου στο μέλλον. Στη διάρκεια του περασμένου έτους οι γερμανικές εταιρείες επένδυσαν κεφάλαια συνολικού ύψους 15,7 δισ. δολ. σε σχέδιά τους εντός των ΗΠΑ, εγκαταλείποντας ουσιαστικά την άλλοτε ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η τάση είναι αυξητική δεδομένου ότι το αντίστοιχο ποσό το 2022 ήταν μόλις 5,9 δισ. δολ. Εξίσου δυσοίωνο είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι διεθνείς επιχειρήσεις που είχαν επενδύσει ή σχεδίαζαν να επενδύσουν στη Γερμανία έχουν αρχίσει να αναθεωρούν τα σχέδιά τους.

Ο γερμανικός κολοσσός της BASF αποφάσισε να προχωρήσει σε επένδυση ύψους 10 δισ. δολ. σε νέα μονάδα στην Κίνα

Η περίπτωση της Intel είναι ενδεικτική, καθώς η εταιρεία εξετάζει το ενδεχόμενο να «παγώσει» ή και να ακυρώσει τα σχέδιά της για ανέγερση μονάδας προϋπολογισμού 30 δισ. δολ. στην πόλη του Μαγδεμβούργου στην ανατολική Γερμανία. Και όμως, για να την προσελκύσει, το γερμανικό κράτος τής έχει υποσχεθεί επιδότηση ύψους 9,9 δισ. δολ. στη συγκεκριμένη επένδυση, ποσό αυξημένο σε σύγκριση με τις αρχικές προθέσεις του Βερολίνου, καθώς η Intel άσκησε πιέσεις γνωρίζοντας πως θα μπορούσε να αποσπάσει μεγάλες επιδοτήσεις στις ΗΠΑ στο πλαίσιο του πακέτου Μπάιντεν.

Σοκ αντίστοιχο με αυτό της Volkswagen ήταν, άλλωστε, για τη Γερμανία η επιλογή του γερμανικού κολοσσού των χημικών βιομηχανιών, της BASF, να προχωρήσει σε επένδυση ύψους 10 δισ. δολ. σε νέα μονάδα της στην Κίνα. Η βιομηχανία δικαιολόγησε την επιλογή της διά στόματος του διευθύνοντος συμβούλου της, Μάρτιν Μπρίντερμιλερ, που εξήγησε ότι στη Γερμανία «η κερδοφορία δεν είναι πλέον ούτε κατά διάνοια κοντά στα επίπεδα στα οποία έπρεπε να βρίσκεται».
 
Σύμφωνα, άλλωστε, με την εταιρεία πιστοληπτικής αξιολόγησης Creditreform, στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων στη Γερμανία ήταν κατά 30% περισσότερες σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους και βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 ετών.

H Commerzbank εκτιμά ότι είναι πιθανόν να αυξηθούν οι πτωχεύσεις μέσα στους επόμενους μήνες, καθώς οι εταιρείες της χώρας αντιμετωπίζουν πιέσεις, μεταξύ των οποίων και το υψηλό κόστους του δανεισμού. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, ανάμεσα στις γερμανικές εταιρείες που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες είναι οι χημικές βιομηχανίες OQ Chemicals και Heubach GmbH, η εταιρεία διαπραγμάτευσης εμπορευμάτων BayWa AG και η βιομηχανία μπαταριών Varta.

Τυχόν πτώχευσή τους θα επιβαρύνει τις τράπεζες που τους έχουν δανείσει – ανάμεσά τους είναι οι BayernLB, Commerzbank, LBBW, NordLB και Deutsche Bank.

Οι Γερμανοί πρέπει να αρχίσουν και πάλι να εργάζονται σκληρά

Τα διαρθρωτικά προβλήματα της Γερμανίας είναι πολλά, αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που θεωρούν πως η ρίζα της πρόσφατης κακοδαιμονίας της έγκειται στο ότι οι Γερμανοί έχουν πάψει να είναι ο πειθαρχημένος και σκληρά εργαζόμενος λαός, που συνετέλεσε στο οικονομικό της θαύμα. Ανάμεσά τους ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Κρίστιαν Σιούινγκ, που κάλεσε τους Γερμανούς να αρχίσουν και πάλι να εργάζονται σκληρά.

Σε συνέδριo που έγινε στη Φρανκφούρτη στα μέσα της εβδομάδας, ο κ. Σιούινγκ τόνισε πως «οι επενδυτές μάς λένε εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο ότι αμφιβάλλουν για το κατά πόσον η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να αποδώσει και το χειρότερο πως αμφιβάλλουν αν έχει τη βούληση να αποδώσει». Και κατέληξε, σημειώνοντας ότι απλούστατα πρέπει να πούμε στους συμπολίτες μας πως «πρέπει και πάλι να εργαστούν περισσότερο».

Η διαμάχη για τις ώρες εργασίας τροφοδοτεί την ανησυχία για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα όχι μόνον της Γερμανίας, αλλά και γενικότερα της Ευρώπης.

Το επιχείρημα του κ. Σιούινγκ μπορεί να βρει εύκολη δικαίωση στην πρόσφατη κατάκτηση των εργαζομένων στους γερμανικούς σιδηροδρόμους, που πέτυχαν να μειώσουν την εβδομάδα εργασίας από τις 38 στις 35 ώρες. Εχει, άλλωστε, προηγηθεί προ ολίγων μηνών ο Νικολάι Τάνγκεν, επικεφαλής του μεγαλύτερου κρατικού επενδυτικού ταμείου στον κόσμο, του ταμείου της Νορβηγίας, ο οποίος επέρριψε στους Γερμανούς την ευθύνη για τα δεινά της οικονομίας τους, επισημαίνοντας ότι οι Αμερικανοί εργάζονται περισσότερο και είναι πιο φιλόδοξοι.

Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν, βέβαια, ότι δεν μπορεί εύκολα να συνδεθεί η χαμηλή απόδοση μιας οικονομίας με τις ώρες εργασίας των πολιτών της. Η διαμάχη για τις ώρες εργασίας εξακολουθεί πάντως να τροφοδοτεί την ανησυχία για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα, όχι μόνον της Γερμανίας, αλλά και γενικότερα της Ευρώπης έναντι της μάχιμης αμερικανικής.

Τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ φέρουν όντως τους Γερμανούς εργαζομένους να έχουν αλλάξει στάση απέναντι στην εργασία, καθώς εργάζονται λιγότερες ώρες από άλλους λαούς και για την ακρίβεια λιγότερο από τους περισσότερους λαούς των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Και όχι μόνον αυτό, αλλά επιδιώκουν να μειώσουν κι άλλο τις ώρες εργασίας τους, ιδιαιτέρως οι νεότερες γενιές, που ζητούν περισσότερα χρήματα για λιγότερη εργασία.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι Ελληνες εργάζονται κατά μέσον όρο 1.886,3 ώρες τον χρόνο, οι Αμερικανοί 1.800 και οι Γερμανοί μόνον 1.340 ώρες ετησίως. Το θέμα έχει απασχολήσει τον Γερμανό καγκελάριο, που έχει σχεδιάσει φορολογικά κίνητρα σε όσους Γερμανούς επιλέξουν εφεξής να εργάζονται περισσότερες ώρες.

Το θέμα των ωρών εργασίας είναι φλέγον για τη γερμανική οικονομία, καθώς αναμένεται πως το 2035 θα έχει μειωθεί το εργατικό δυναμικό της κατά 7 εκατ. άτομα εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος.

Πολλαπλή κρίση

Βαθαίνει η κρίση στη γερμανική οικονομία-1

Ανακοινώνοντας την πρόβλεψη του οικονομικού ινστιτούτου του Κιέλου IfW πως το ΑΕΠ της Γερμανίας θα συρρικνωθεί φέτος κατά 0,1%, ο πρόεδρός του Μόριτς Σούλαρικ τόνισε πως «η οικονομία της Γερμανίας αντιμετωπίζει μια κρίση διαρθρωτικής φύσεως», καθώς σχετίζεται με τις περικοπές στον προϋπολογισμό, την άρνηση των μεγάλων βιομηχανιών να αλλάξουν και τη διαμάχη για την πολιτική ασύλου, όταν η οικονομία χρειάζεται εξειδικευμένο προσωπικό από το εξωτερικό.

1.340 ώρες ετησίως εργάζονται οι Γερμανοί, ενώ οι Ελληνες 1.886,3 και οι Αμερικανοί 1.800.

Χάνουμε έδαφος

Βαθαίνει η κρίση στη γερμανική οικονομία-2

Ανακοινώνοντας τα σχέδια της Volkswagen να κλείσει μονάδες της στη Γερμανία όπου απασχολεί 300.000 άτομα, ο Ολιβερ Μπλούμε, επικεφαλής της εμβληματικής γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, τόνισε πως «το οικονομικό περιβάλλον έχει γίνει πολύ πιο δύσκολο και οι νέοι παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας πιέζουν την Ευρώπη, αλλά η Γερμανία ειδικότερα χάνει διαρκώς έδαφος ως βιομηχανικό κέντρο και σε αυτό το περιβάλλον η εταιρεία μας πρέπει να δράσει αποφασιστικά».

35 ώρες την εβδομάδα εργάζονται οι υπάλληλοι στους γερμανικούς σιδηροδρόμους.

Σκληρή Δουλειά

«Ας ξαναρχίσουμε να εργαζόμαστε τόσο σκληρά όσο ο μέσος όρος της Ε.Ε.». Με αυτόν τον απερίφραστο και κατηγορηματικό τρόπο, ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank Κρίστιαν Σουίνγκ κάλεσε τους Γερμανούς να ξαναρχίσουν να δουλεύουν σκληρά για να βγάλουν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης από τον βάλτο της στασιμότητας και της χαμηλής παραγωγικότητας στον οποίο βρίσκεται τα τελευταία χρόνια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT