Αυξήσεις επιδομάτων αλλά και εισαγωγή νέων κριτηρίων κινητής και ακίνητης περιουσίας για να καταστεί κάποιος δικαιούχος περιλαμβάνει το σχέδιο της κυβέρνησης, με αιχμή τα τέσσερα μεγαλύτερα επιδόματα – το επίδομα ανεργίας που χορηγεί η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ), καθώς και τα επιδόματα παιδιού και στέγασης που χορηγεί ο ΟΠΕΚΑ. Οι ανατροπές στο υφιστάμενο σύστημα που διέπει την επιδοματική πολιτική θεωρήθηκαν επιβεβλημένες, καθώς όλα τα διαθέσιμα στοιχεία έδειξαν πως περιπτώσεις εκτεταμένης απόκρυψης εισοδημάτων… πετούν εκτός στόχου τις κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση της αρμόδιας υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφίας Ζαχαράκη, ότι γνώμονας των αλλαγών είναι η δίκαιη απόδοση των επιδομάτων σε αυτούς που τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι αλλαγές αφορούν τα μεγαλύτερα επιδόματα βάσει προϋπολογισμού και αριθμού δικαιούχων –πάνω από 1,2 εκατ. πολίτες λαμβάνουν ετησίως 1 δισ. ευρώ– και στοχεύουν στην κάλυψη των κενών που διαπιστώθηκαν, στη διόρθωση των στρεβλώσεων, στην αύξηση της επάρκειας των παροχών αλλά και στην αποφυγή των λεγόμενων «παγίδων φτώχειας». Θα συμπληρωθούν μάλιστα με τη δημιουργία ενιαίου μητρώου επιδομάτων, προκειμένου να γνωρίζει το Δημόσιο ποιος και τι επίδομα λαμβάνει, καθώς και με την καταβολή των περισσοτέρων επιδομάτων μέσω προπληρωμένης κάρτας.
Στόχος να αποφευχθούν οι «παγίδες φτώχειας», που εγκλωβίζουν τους πολίτες σε μια λογική να μην εργαστούν και χάσουν τις παροχές.
Στο πλαίσιο αυτό τα συναρμόδια υπουργεία προωθούν αυξήσεις στα τρία επιδόματα που χορηγεί ο ΟΠΕΚΑ, αλλά και εισαγωγή –εκτός από εισοδηματικών– περιουσιακών κριτηρίων, εξαιρώντας μάλιστα ένα μέρος του εισοδήματος από μισθωτή απασχόληση από τα κριτήρια ένταξης στους δικαιούχους. Βάσει του σχεδιασμού, περίπου 8 στους 10 δικαιούχους, ήτοι κοντά στα 800.000 άτομα, δεν θα δουν καμία αλλαγή, ή θα δουν αύξηση στο επίδομα που λαμβάνουν. Θα υπάρξει βέβαια και ένα 20% που θα δει τα επιδόματα που λαμβάνει να μειώνονται ή ακόμη και να κόβονται.
Η αρχιτεκτονική πάνω στην οποία στηρίζονται οι αλλαγές είναι αυτή που ισχύει για το ΕΕΕ. Στόχος, δε, είναι αφενός η αύξηση των ποσών που λαμβάνουν οι δικαιούχοι, ώστε τα επιδόματα να λειτουργούν αποτελεσματικά, αφετέρου η ενιαία αντιμετώπιση μεταξύ των επιδομάτων, με όρους και προϋποθέσεις που δεν θα λειτουργούν αποτρεπτικά για την εργασία και δεν θα αφήνουν περιθώρια για απόκρυψη της οικονομικής θέσης του κάθε δικαιούχου. Ειδικότερα, οι αλλαγές που προωθούνται στα επιδόματα είναι:
• Αυξάνεται το ΕΕΕ από 216 ευρώ και 54 ευρώ, σε 250 ευρώ και 75 ευρώ για κάθε παιδί. Αναλόγως αυξάνονται και τα εισοδηματικά όρια, αλλά με στοχευμένα κριτήρια ακίνητης, κινητής περιουσίας και καταθέσεων.
• Αυξάνεται το επίδομα στέγασης από τα 70 ευρώ σε 125 ευρώ και 75 ευρώ, αναλόγως της εισοδηματικής κλίμακας, πλέον αύξησης 30% για κάθε τέκνο, αλλά με στοχευμένα κριτήρια ακίνητης περιουσίας και καταθέσεων, ενώ εισάγεται και κριτήριο κινητής περιουσίας.
• Ενοποιούνται η δεύτερη και η τρίτη εισοδηματική κλίμακα του επιδόματος παιδιού σε μία και έτσι αυξάνεται το επίδομα παιδιού της τρίτης εισοδηματικής κλίμακας από τα 28 ευρώ ανά τέκνο σε 45 ανά τέκνο και 90 ευρώ για το τρίτο παιδί και τα επόμενα.
• Αυξάνεται και η πρώτη κλίμακα όσο είναι και η νέα κλίμακα του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ήτοι σε 75 ευρώ, και περαιτέρω σε 150 ευρώ για το τρίτο παιδί και τα επόμενα. Επιπλέον, εισάγονται περιουσιακά κριτήρια κινητής και ακίνητης περιουσίας που σήμερα δεν υπάρχουν, τα οποία σύμφωνα με πληροφορίες θα είναι διευρυμένα σε σχέση με τα άλλα επιδόματα.
Μία από τις ιδιαίτερες παρεμβάσεις, προκειμένου τα επιδόματα να μη λειτουργούν ως «παγίδες φτώχειας», εγκλωβίζοντας τους δικαιούχους σε μια λογική να μην εργαστούν, προκειμένου να μην τα χάσουν, είναι να μην προσμετράται στα εισοδηματικά όρια το 30% του εισοδήματος από μισθωτή εργασία για τη λήψη του ΕΕΕ και το 20% για τη λήψη των άλλων δύο επιδομάτων (παιδιού και στέγασης).
Αρχικά σε πιλοτική βάση και εντός του 2025 καθολικά σχεδιάζεται και η αναμόρφωση του επιδόματος ανεργίας, με την αρμόδια υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως να ξεκαθαρίζει ότι το νέο επίδομα θα είναι πιο δίκαιο, αφού θα λαμβάνει υπόψη την ασφαλιστική ιστορία του ανέργου, και ένα μέρος θα διαμορφώνεται ανάλογα με τον χρόνο εργασίας και τις αποδοχές.
Το παράδοξο με τις κοινωνικές δαπάνες
Επιβεβλημένες θεωρούνται οι παρεμβάσεις στο μέτωπο της κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας, καθώς τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και απογοητευτικά. Δείχνουν πως οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα δεν καταλήγουν στις ομάδες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Ετσι, παρατηρεί κανείς το παράδοξο σε μια χώρα που αναγνωρίζει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας και γενικότερα το δημογραφικό ως ένα από τα πλέον οξέα, να στηρίζει με τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά τις κοινωνικές δαπάνες την τρίτη ηλικία, σε αντίθεση με την παρεχόμενη πρόνοια στους νέους, την υγεία, την παιδεία, την ανεργία ή την αναπηρία. Ειδικά, δε, στην περίπτωση των Ελλήνων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια, τα στοιχεία δείχνουν πως τα παιδιά, σε ποσοστό 22,4% αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας, με τους ηλικιωμένους να βρίσκονται στην πλέον «προστατευμένη» θέση, αφού ο κίνδυνος περιορίζεται στο 15,8%, εφόσον βέβαια στις συνολικές κοινωνικές δαπάνες συμπεριληφθούν εκτός από τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις.
Το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας, πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα) ήταν το 2022, 46,1%, βελτιωμένο συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (48,2%) τόσο για το σύνολο του πληθυσμού όσο και για τις επιμέρους ηλικιακές ομάδες: 32,9% για την ηλικιακή ομάδα 0-17 (35,4% το 2021), 35,8 για τις ηλικίες 18-64 (38,4% το 2021) και 83,3% για την ομάδα 65+ (84,2% το 2021). Μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το ποσοστό γίνεται 18,8% (19,6% το 2021), δηλαδή μειώνεται κατά 27,3 ποσοστιαίες μονάδες, από τις οποίες 4,8 οφείλονται στην καταβολή κοινωνικών επιδομάτων πλην συντάξεων. Ετσι εξηγείται άλλωστε το γεγονός ότι τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι με 15,8% (13,5% για την ηλικιακή ομάδα 65+ το 2021) και τον υψηλότερο τα παιδιά με 22,4% (23,7% στις ηλικίες 0-17 το 2021), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 18,9% (20,6% το 2021).