Εξαρτημένες από τις εισαγωγές οι εξαγωγές

Εξαρτημένες από τις εισαγωγές οι εξαγωγές

Εκτινάχθηκε το ποσοστό των εισαγόμενων αγαθών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων

3' 50" χρόνος ανάγνωσης

Ενα βήμα μπροστά, δύο πίσω φαίνεται ότι κάνει η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, καθώς αν και οι εξαγωγές αγαθών παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, την ίδια ώρα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο το ποσοστό των εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών (κυρίως πρώτες και δεύτερες ύλες, εξοπλισμός κ.ά.) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των προϊόντων που εξάγονται.

Αν και πριν από την οικονομική κρίση το ποσοστό των εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων ήταν 25,3%, πλέον έχει εκτοξευθεί στο 36,5%. Αποτέλεσμα του παραπάνω είναι η ελληνική οικονομία και οι επιχειρήσεις να είναι πιο ευάλωτες στις διεθνείς κρίσεις, γεωπολιτικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την COVID-19 περίοδο και μέχρι και σήμερα το εμπορικό έλλειμμα διευρύνεται εκ νέου, προκαλώντας με τη σειρά του διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι ένα από τα πιο επίμονα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Τη διετία 2022-2023 το εμπορικό έλλειμμα, εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων, προσέγγισε ως ποσοστό του ΑΕΠ το ιστορικό υψηλό της διετίας 2007-2008.

Ακόμη μία σημαντική πληγή είναι η περιορισμένη παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογικής έντασης, που είναι ταυτόχρονα και υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς ουδέποτε επετεύχθη η περίφημη αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας.

Από τα στοιχεία της ανάλυσης που δημοσιοποίησε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), για την οποία έχει εργαστεί η ερευνήτρια κ. Ιωάννα Κωνσταντακοπούλου, προκύπτει ότι το εμπορικό έλλειμμα αρχίζει να προσεγγίζει ως ποσοστό του ΑΕΠ τα ιστορικά υψηλά της περιόδου ακριβώς πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Υπενθυμίζεται ότι το υψηλότερο επίπεδο ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών παρατηρήθηκε την περίοδο 2007-2008 φθάνοντας το 18,36% του ΑΕΠ ή 43,58 δισ. ευρώ. Την περίοδο 2020-2023 το μέσο ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ήταν 14,95% του ΑΕΠ ή 29,30 δισ. ευρώ. Τα απόλυτα μεγέθη δεν πρέπει να μας ξεγελούν, καθώς η μεγάλη διαφορά οφείλεται στη δραστική συρρίκνωση του ΑΕΠ την προηγούμενη δεκαετία. Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών, εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων, καθώς δίνουν και μια πιο καθαρή εικόνα για την ελληνική παραγωγή. Το μέσο ετήσιο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2023 ήταν 12,06%, πλησιάζοντας το έλλειμμα της διετίας 2007-2008 που ήταν 12,73% του ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί, διαχρονικά, το υψηλότερο επίπεδο. Σε απόλυτα μεγέθη, το μέσο ετήσιο έλλειμμα την περίοδο 2022-2023 ήταν 25,71 δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο 2007-2008 ήταν 30,19 δισ. ευρώ.

Το εμπορικό έλλειμμα αρχίζει να προσεγγίζει ως ποσοστό του ΑΕΠ τα ιστορικά υψηλά της περιόδου πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.

Αιτία της νέας διεύρυνσης, πέρα από την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια, αποτελεί το υψηλό λεγόμενο εισαγωγικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών, δηλαδή το ποσοστό των εισαγόμενων ενδιάμεσων προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα παρουσιάζει το 4ο υψηλότερο εισαγωγικό περιεχόμενο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (36,50% το 2020), το οποίο μάλιστα εμφάνισε αύξηση 18,23% σε σύγκριση με την περίοδο 2013-2019. Ας σημειωθεί ότι αφενός στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου το εισαγωγικό περιεχόμενο είναι αρκετά μικρότερο (Πορτογαλία 31,10%, Ισπανία 25,60% και Ιταλία 23,20%), αφετέρου ακόμη και αν αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, η αύξηση ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν που καταγράφηκε στην Ελλάδα. «Αυτή η εξάρτηση, σε συνδυασμό με το υψηλό δημόσιο χρέος, θέτει την ελληνική οικονομία σε δυσμενή θέση στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, καθιστώντας την πιο ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες και στις οικονομικές διακυμάνσεις», επισημαίνεται στην ανάλυση του ΚΕΠΕ.

Οι ελληνικές εξαγωγές, εκτός από το ότι είναι σημαντικά εξαρτημένες από τις εισαγωγές, παραμένουν σχετικά χαμηλής αξίας, διότι μικρό μέρος αυτών χαρακτηρίζεται υψηλής ή έστω μεσαίας τεχνολογικής έντασης. Με βάση τα στοιχεία για το μέσο ετήσιο μερίδιο των βιομηχανοποιημένων προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών αγαθών προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στην Ευρωζώνη. Το μέσο ετήσιο μερίδιο των βιομηχανοποιημένων προϊόντων ήταν την περίοδο 2020-2022 34,34%, το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη. Μάλιστα, η απόσταση από την προτελευταία χώρα είναι μεγάλη (Λετονία 49,75%) και στο ήμισυ του μέσου όρου της Ευρωζώνης (68,03%).

Κρίσιμο ρόλο στο χαμηλό ποσοστό διαδραμάτισε η οικονομική ύφεση, δεδομένου ότι την περίοδο 2002-2009 το μέσο ετήσιο μερίδιο βιομηχανοποιημένων προϊόντων στην Ελλάδα ήταν 52,67%. Το ζήτημα είναι ότι αν και μείωση καταγράφηκε σχεδόν στο σύνολο της Ευρωζώνης, σε καμία άλλη χώρα η μείωση αυτή δεν ήταν τόσο δραματική. Ας σημειωθεί, δε, ότι στις άλλες χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία η μείωση ήταν πολύ μικρότερη ή σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις αύξησης (στην Πορτογαλία από 84,35% σε 82,58%, στην Ισπανία από 75,76% σε 64,17%, στην Ιταλία από 85,44% σε 73,96% και στην Ιρλανδία από 85,54% σε 89,1%).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT