Με τους γονείς μέχρι τα 30 ζουν οι νέοι Ελληνες

Με τους γονείς μέχρι τα 30 ζουν οι νέοι Ελληνες

Αρνητική πρωτιά της Ελλάδας στην Ε.Ε. στο κόστος στέγασης

Πάνω από την ηλικία των 30 ετών εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία οι νέοι σήμερα στην Ελλάδα, φαινόμενο που ολοένα και περισσότερο σχετίζεται, όχι με την επικρατούσα νοοτροπία της ελληνικής οικογένειας, αλλά με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος στέγασης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Ελλάδα τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και στην ηλικιακή ομάδα 15-29 ετών, εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυτών που διαθέτουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τις δαπάνες στέγασης.

Σημειώνεται ότι στις δαπάνες στέγασης περιλαμβάνεται όχι μόνο το ενοίκιο, αλλά και τα λεγόμενα πάγια (κόστος ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, θέρμανσης, κοινόχρηστα, ακόμη και δημοτικά τέλη), ενώ και στην περίπτωση της ιδιοκατοίκησης, εκτός από τα πάγια, μπορεί να περιλαμβάνονται δαπάνες για δόσεις δανείων και ασφαλιστικής κάλυψης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία για το 2023 που ανακοίνωσε χθες η Eurostat ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων, όταν αφήνουν το πατρικό τους σπίτι για να ζήσουν μόνοι τους, είναι 30,6 έτη, στα ίδια επίπεδα με το 2022. Πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη ηλικία που καταγράφεται στην Ε.Ε.-27, μετά τους Κροάτες που φεύγουν στα 31,8 έτη και τους Σλοβάκους που φεύγουν στα 31 έτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά μέσον όρο στην Ε.Ε.-27 οι νέοι εγκαταλείπουν το πατρικό για να μείνουν χωρίς τους γονείς τους στην ηλικία των 26,3 ετών. Με βάση το φύλο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι καταγράφονται διαφοροποιήσεις: έτσι στην Ελλάδα ο μέσος όρος ηλικίας που οι γυναίκες φεύγουν από το πατρικό είναι τα 28,8 έτη, με τους άνδρες να φεύγουν αρκετά μεγαλύτεροι, στα 32,2 έτη. Η διαφοροποίηση αυτή υπάρχει στο σύνολο της Ε.Ε., αν και κατά μέσον όρο η απόκλιση μεταξύ των δύο φύλων είναι μικρότερη: στα 25,7 έτη οι γυναίκες και στα 27,2 έτη οι άνδρες.

Αν και η Ελλάδα διαχρονικά παρουσίαζε έναν από τους υψηλότερους μέσους όρους ηλικίας αποχώρησης από το πατρικό σπίτι, μόλις τα τρία τελευταία χρόνια κυμαίνεται πλέον πάνω από τα 30 έτη. Μάλιστα, ενώ το 2019 είχε αρχίσει η υποχώρηση πέφτοντας για πρώτη φορά κάτω από τα 29 έτη έπειτα από οκτώ χρόνια, αυξήθηκε στα 29,6 έτη το 2020 –πιθανόν λόγω πανδημίας– και από το 2021 είναι σταθερά πάνω από τα 30 έτη.

Η Ελλάδα εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ε.Ε. αυτών που διαθέτουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τις δαπάνες στέγασης.

Το πολύ υψηλό κόστος στέγασης των τελευταίων ετών, λόγω της μεγάλης αύξησης των ενοικίων, αλλά και του ενεργειακού κόστους, αλλά ακόμη και του κόστους ύδρευσης φαίνεται ότι αποτελεί τη βασική αιτία για το γεγονός ότι πλέον οι νέοι φεύγουν πιο μεγάλοι από το πατρικό τους, ακόμη και σε σύγκριση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν η ανεργία των νέων και εν γένει η ανεργία είχε βρεθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Το 2009 ο μέσος όρος ηλικίας αποχώρησης από το πατρικό ήταν 28,2 έτη, έφτασε στα 29 έτη το 2012, υποχώρησε στα 28,9 έτη το 2019 για να αυξηθεί εκ νέου από το 2020 κι έπειτα. Στην Ε.Ε. ο μέσος όρος ηλικίας αποχώρησης από το πατρικό σπίτι παραμένει όλα τα χρόνια κοντά στα 26 έτη.

Εκεί όπου η Ελλάδα κατέχει την αδιαμφισβήτητη πρωτιά είναι δυστυχώς στο ποσοστό του πληθυσμού –γενικού και νεανικού– που υποχρεώνεται να διαθέσει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για το κόστος στέγασης (πρόκειται για το λεγόμενο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης κόστους στέγασης). Το σχετικό ποσοστό στην Ελλάδα ήταν το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, 31,1% στην περίπτωση των νέων (ηλικίες 15-29 ετών), τριπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε. (10,1%). Σε ό,τι αφορά τον γενικό πληθυσμό, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, το ποσοστό που δαπάνησε πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση ήταν 28,5% έναντι 8,9% στην Ε.Ε.

Μάλιστα στην Ελλάδα παρατηρείται το εξής «παράδοξο» σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., το οποίο εξηγείται, βεβαίως, από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον ρυθμό αύξησης του κόστους στέγασης και του ρυθμού αύξησης των μισθών. Οπως σημειώνει η Eurostat, σε ορισμένες από τις χώρες όπου οι νέοι τείνουν να καταστούν ανεξάρτητοι νωρίτερα, όπως η Δανία, οι Κάτω Χώρες, η Σουηδία, η Γερμανία και η Φινλανδία, το κόστος στέγασης είναι υψηλότερο –καθώς εκ των πραγμάτων το εισόδημά τους είναι ακόμη χαμηλό– και σε χώρες όπου οι νέοι μετακομίζουν από το πατρικό τους σπίτι αργότερα, όπως η Κύπρος, η Κροατία και η Ιταλία, τείνουν να αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα κόστους στέγασης.

Στην Ελλάδα, λόγω της προαναφερθείσας αναντιστοιχίας, παρά την υψηλότερη μέση ηλικία των ατόμων που εγκαταλείπουν το σπίτι τους, το κόστος στέγασης παραμένει υψηλό για τους νέους.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT