Σταθμός το placement της ΕΤΕ για την εξυγίανση του κλάδου, λέει η S&P

Σταθμός το placement της ΕΤΕ για την εξυγίανση του κλάδου, λέει η S&P

Σειρά τώρα έχει η αντιμετώπιση του ζητήματος των αναβαλλόμενων φόρων, ώστε να κλείσει εντελώς το κεφάλαιο «κρίση» στις τράπεζες

2' 6" χρόνος ανάγνωσης

Ορόσημο στην αναδιάρθρωση και την εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελεί η πώληση του μεριδίου που είχε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Εθνική Τράπεζα, τονίζει ο οίκος αξιολόγησης S&P. Σειρά τώρα έχει η αντιμετώπιση του ζητήματος των αναβαλλόμενων φόρων ώστε να κλείσει εντελώς το κεφάλαιο «κρίση» για το κλάδο, αλλά αυτό θα χρειαστεί πολλά χρόνια, όπως σημειώνει.

Κάνοντας μια μίνι αναδρομή, ο οίκος επισημαίνει πως η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε τη λειτουργία του ΤΧΣ το 2010 για να σταθεροποιήσει τον ελληνικό τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους της χώρας. Με την υποστήριξη του Ταμείου, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ενοποιήθηκε σημαντικά, με τις τέσσερις συστημικά σημαντικές τράπεζες και την Τράπεζα Αττικής να αντιπροσωπεύουν πλέον το 98% του συνολικού ενεργητικού του κλάδου, έναντι 68% στο τέλος του 2007.

Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης βελτίωσαν την αποδοτικότητα των τραπεζών και μείωσαν τη μέση αναλογία κόστους προς έσοδα του κλάδου στο 32,4% στο α΄ εξάμηνο του 2024 – τη δεύτερη καλύτερη απόδοση στην Ε.Ε., τονίζει ο οίκος. «Υγιείς ισολογισμοί –με τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να διαμορφώνονται στο 3,6% για τις τέσσερις συστημικές και στο 6,9% για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος το α΄ εξάμηνο έναντι 48,6% το 2018– και σημαντικά βελτιωμένες προοπτικές κερδών, σημαίνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε καλή θέση να εξέλθει εντελώς από τον εγχώριο τραπεζικό τομέα», τονίζει η S&P.

Η επιτυχής διάθεση των μεριδίων που είχε το ΤΧΣ στις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες και η έντονη ζήτηση από ξένους θεσμικούς επενδυτές για τις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας καταδεικνύουν το ολοένα και πιο θετικό κλίμα της αγοράς προς τον κλάδο, όπως αναφέρει. Το θετικό επενδυτικό κλίμα θα υποστηρίξει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές και θα ενισχύσει την κεφαλαιακή ευελιξία και τα χρηματοδοτικά τους προφίλ, προσθέτει η S&P, ενώ σημειώνει ότι η «έξοδος» του ΤΧΣ δεν θα επηρεάσει την άποψή της για την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών, καθώς οι αξιολογήσεις της αντανακλούσαν πάντα την υπόθεση ότι η κρατική ιδιοκτησία θα ήταν προσωρινή και μη παρεμβατική. Μετά την αποεπένδυση του ΤΧΣ, «το τελευταίο απομεινάρι της κρίσης», σύμφωνα με την S&P, είναι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs), η επίλυσή τους, ωστόσο, αποτελεί προσπάθεια πολλών ετών. Το υψηλό τους μερίδιο στο κεφάλαιο των τραπεζών επιβαρύνει την πιστοληπτική τους ικανότητα, επειδή η ενεργοποίησή τους θα οδηγούσε σε dilution των μετοχών, γεγονός που αποθαρρύνει τις τράπεζες από τη χρήση τους. Οπως σημειώνει ο οίκος, οι ελληνικές τράπεζες στοχεύουν να μειώσουν το μερίδιο των DTCs σε περίπου 30% έως το 2026 και κάτω από 20% έως το 2030 μέσω οργανικής δημιουργίας κεφαλαίου και απoσβέσεων.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT