Μία εβδομάδα μετά την τρίτη μείωση επιτοκίων που αποφάσισε μέσα στο τρέχον έτος η ΕΚΤ, στους κόλπους της τράπεζας αναπτύσσεται προβληματισμός για το ενδεχόμενο να είναι ήδη αναγκαίες περαιτέρω μειώσεις. Ζητούμενο για όσα στελέχη ανακινούν το θέμα είναι να τονωθεί η αναιμική οικονομία της Ευρωζώνης αλλά και να αποφευχθεί η υποχώρηση του πληθωρισμού κάτω από τον στόχο του 2%. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, υπενθυμίζει πως η τράπεζα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική ώστε να καταγράψει κάθε ανοδική τάση του πληθωρισμού και επισημαίνει πως «η οικονομία της Ευρωζώνης αναμφίβολα επιβραδύνεται και ίσως αποδειχθεί ασθενέστερη από όσο προβλέπαμε προσφάτως, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς το ίδιο για τις τιμές». Παρά την επιφυλακτικότητα που εκφράζει, πάντως, ο κ. Πατσαλίδης σημείωσε πως «αν δεν υπάρξουν ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, μπορούμε και οφείλουμε να συνεχίσουμε τις μειώσεις των επιτοκίων».
Στους προβληματισμούς των στελεχών αναφέρεται το Reuters επικαλούμενο πηγές της ΕΚΤ και υποστηρίζει πως όσα στελέχη της ζητούν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων συνιστούν παράλληλα στην τράπεζα να αποφύγει οποιαδήποτε νέα αναφορά σε «περιοριστική» νομισματική πολιτική ή «περιοριστικά» επίπεδα επιτοκίων. Οπως τονίζουν, πρέπει να μην εμφανιστεί εφεξής η φράση αυτή στις ανακοινώσεις και στις δηλώσεις της ΕΚΤ, ώστε να καταστεί σαφές πως λαμβάνει σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο να πληγεί η οικονομία. Εν ολίγοις, επί χρόνια τα στελέχη της ΕΚΤ αναφέρονταν στον κίνδυνο να παραμείνει ο πληθωρισμός σε πολύ υψηλά επίπεδα για πολύ καιρό, τώρα όλο και περισσότεροι στους κόλπους της ανησυχούν πως η κατάσταση έχει αντιστραφεί και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αποπληθωρισμού.
Διοικητές τραπεζών ζητούν τερματισμό της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και επιστροφή στο λεγόμενο «ουδέτερο» επίπεδο επιτοκίων, δηλαδή περίπου στο 2%.
Ανάμεσα στα στελέχη της ΕΚΤ που τις τελευταίες ημέρες προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να υποχωρήσει ο πληθωρισμός σε επίπεδα κάτω του στόχου, και τότε να είναι αργά, ήταν και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Ντε Γκαλό, «ο κίνδυνος να είναι πολύ αργά όταν αποφασίσουμε να μειώσουμε περαιτέρω τα περιοριστικά επιτόκια μπορεί να είναι πιο σημαντικός και από τον κίνδυνο να έχουμε βιαστεί όσον αφορά τις μειώσεις». Πρόσθεσε, επίσης, πως η μεγάλη υποχώρηση του πληθωρισμού ενισχύει την επιχειρηματολογία όσων ζητούν τερματισμό της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και την επιστροφή στο λεγόμενο «ουδέτερο» επίπεδο επιτοκίων, κάτι που μεταφράζεται σε μια μείωση, από το υφιστάμενο 3,25%, περίπου στο 2%. Η τράπεζα προβλέπει πως ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα βρίσκεται στο 2% όχι πριν από τα τέλη του 2025, αλλά σύμφωνα με τον κ. Ντε Γκαλό αυτό μπορεί να συμβεί νωρίτερα, από την αρχή του νέου έτους, και στη συνέχεια να καταγραφούν αποπληθωριστικές τάσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση και οι εκτιμήσεις του Μάριο Σεντένο, μέλους του Δ.Σ. της ΕΚΤ, που δήλωσε απερίφραστα ότι βλέπει «μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουμε πληθωρισμό κάτω του στόχου παρά το αντίθετο». Μιλώντας σε συνέδριο στο Ινστιτούτο Peterson για τη Διεθνή Οικονομία, ο κ. Σεντένο προέβλεψε πως «η νομισματική πολιτική θα συνεχίσει σταδιακά αλλά σταθερά στον δρόμο προς το ουδέτερο επίπεδο των επιτοκίων». Πρόσθεσε πως το ουδέτερο επίπεδο είναι γύρω στο 2% ή ελαφρώς κάτω από το 2% και αυτό σημαίνει πως τα τρέχοντα επίπεδα των επιτοκίων του ευρώ «είναι σαφώς πολύ υψηλότερα από το ουδέτερο επίπεδο και επομένως η διαδικασία προς τη μείωσή τους θα συνεχισθεί». Πιο ανήσυχος και πιο κατηγορηματικός ο Ολι Ρεν, ο οποίος μιλώντας από την Ουάσιγκτον εξέφρασε την εκτίμηση πως «έχει δρομολογηθεί πλήρως η υποχώρηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη» και προειδοποίησε πως «τους τελευταίους μήνες έχει αποδυναμωθεί σημαντικά η ανάπτυξη και ενδέχεται να ενισχύσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις». Και πρόσθεσε πως η τράπεζα πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά και ίσως πρέπει να ανησυχεί για την πιθανότητα να υποχωρήσει υπερβολικά πολύ ο πληθωρισμός. Κατέληξε, πάντως, διευκρινίζοντας πως επί του παρόντος δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, διότι «ο πληθωρισμός του τομέα των υπηρεσιών και των μισθών παραμένει περίπου στον στόχο του 2%».