Την πενταετία από το 2015 έως και το 2019 η αμερικανική οικονομία μεγεθύνθηκε αθροιστικά κατά 12,4% έναντι 9,1% στην Ευρωζώνη το ίδιο χρονικό διάστημα. Λαμβάνοντας υπόψη τα διαρθρωτικά και υπαρξιακά ζητήματα που αντιμετώπισαν οι οικονομίες του κοινού νομίσματος, αυτά τα μεγέθη είναι συγκρίσιμα. Αντίθετα, την περίοδο που ακολούθησε την ύφεση που προκάλεσε ο κορωνοϊός, αναδύθηκαν δύο εντελώς διαφορετικές τροχιές στην αναπτυξιακή δυναμική των δύο μπλοκ. To αμερικανικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε αθροιστικά κατά 10,6% ενώ της Ευρωζώνης κατά 3,8%. Μια πρώτη ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτή την απόκλιση εντοπίζει παράγοντες πέρα από το προφανές πλήγμα στην παραγωγή (προσφορά) που δημιούργησε η εισβολή στην Ουκρανία και η μετέπειτα ενεργειακή κρίση. Η προβολή στο μέλλον, άλλωστε, αυτών των τάσεων είναι που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναθέσει στον Μ. Ντράγκι να εκπονήσει την έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόκλιση αυτή δεν είναι μόνο απότοκος της επιβράδυνσης και ουσιαστικά της στασιμότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και προϊόν ανάπτυξης μεγαλύτερης της προϋπάρχουσας τάσης για τις ΗΠΑ.
Αρχικά, σημαντικοί παράγοντες επέδρασαν διαφορετικά στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ που βίωσαν έναν φθίνοντα επιχειρηματικό δυναμισμό την προηγούμενη δεκαετία, είδαν μια απότομη αύξηση στο ποσοστό δημιουργίας νέων επιχειρήσεων μέσα στην πανδημία. Αυτό είναι κρίσιμο γιατί παρότι ένα τμήμα αυτών των νεοϊδρυθεισών επιχειρήσεων αποτυγχάνει, ένα άλλο μερίδιο που επιβιώνει αναπτύσσεται γρήγορα, καινοτομεί και συνεισφέρει στη συνολική παραγωγικότητα. Μελέτες υποδεικνύουν ότι είναι πιθανό οι νεότερες επιχειρήσεις να καινοτομούν κατά μέσον όρο περισσότερο από τις εδραιωμένες. Από τη σύνθεση αυτού του επιχειρηματικού κύματος στις ΗΠΑ προκύπτει ακόμη ότι μια κρίσιμη μάζα αυτών των νέων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας όπου κατά κανόνα η καινοτομία είναι συχνότερη.
Η Ευρωζώνη, απεναντίας, συνεχίζει να κινείται στην προϋπάρχουσα τάση όσον αφορά τον σχηματισμό νέων επιχειρήσεων. Αυτό αποτελεί και ένα από τα καίρια σημεία της έκθεσης Ντράγκι, που επισημαίνει ότι το πρόβλημα για την Ευρώπη δεν συνίσταται στην έλλειψη φιλόδοξων ιδεών, αλλά εντοπίζεται στο επόμενο στάδιο της εμπορευματοποίησης των ιδεών και μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Οπως αναφέρει ένας από τους φετινούς παραλήπτες του Νομπέλ Οικονομικών, ο Ν. Ατζέμογλου, το γεγονός ότι οι περιφερειακές ενισχύσεις που παρέχει η Ευρωζώνη καταλήγουν σε εδραιωμένες επιχειρήσεις που έχουν τη διοικητική υποδομή να τις διεκδικήσουν, μπορεί να στραφεί κατά της καινοτομίας. Αυτό συμβαίνει καθώς μπορεί μεν να αυξηθεί το κίνητρο για επενδύσεις, παράλληλα όμως οι ενισχύσεις μπορεί να δρουν αποτρεπτικά στην είσοδο νέων και δυνητικά πιο καινοτόμων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, όπως καταδεικνύει και το ποσοστό ανεργίας, μέσα στην πανδημία οι οικονομικές πολιτικές της Ευρωζώνης πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό τον στόχο της διατήρησης της εργασίας για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Απεναντίας, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ, εκκινώντας από χαμηλότερο σημείο, έφτασε σε αρκετά υψηλότερο μέγιστο προτού επιστρέψει στην προηγούμενη καθοδική τάση του. Εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι η ανακατανομή των εργαζομένων στις ΗΠΑ προκάλεσε μετακίνηση σε πιο παραγωγικές εργασίες, ευνοώντας τελικά τη συνολική παραγωγικότητα της εργασίας στην οικονομία. Τελικά, παρότι η έκθεση Ντράγκι τονίζει το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, στην ουσία η απόσταση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης είναι ζήτημα παραγωγικότητας. Μια χώρα μπορεί να έχει χαμηλή παραγωγικότητα και να παραμένει ανταγωνιστική.
Παρατηρούμε όμως διαφορές και σε δύο άλλες καίριες συνιστώσες του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ως προς την κατανάλωση, στις ΗΠΑ είχαμε μία απότομη άνοδο και διατήρηση της δαπάνης των καταναλωτών σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από την προϋπάρχουσα τάση. Ωθούμενοι από τα τεράστια προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, τα ιστορικά υψηλά του χρηματιστηρίου (στις ΗΠΑ σημαντικό μερίδιο του πλούτου επενδύεται στο χρηματιστήριο) και τα χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης, οι Αμερικανοί ξοδεύουν ενισχύοντας το ΑΕΠ. Οσον αφορά ειδικότερα την αποταμίευση, η ψαλίδα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης διευρύνθηκε σημαντικά μετά την πανδημία αντικατοπτρίζοντας, μεταξύ άλλων, και το αίσθημα αβεβαιότητας των Ευρωπαίων καταναλωτών, κάτι που τους ωθεί να αποταμιεύουν περισσότερο. Με την ανάδυση του πολεμικού σκηνικού στη Μ. Ανατολή μετά την Ουκρανία, αυτό το αίσθημα φαίνεται να επιτείνεται. Ακόμη όμως και η υψηλότερη αποταμίευση στην Ευρώπη αδυνατεί να διοχετευθεί σε επενδύσεις λόγω της ημιτελούς ενοποίησης των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.
Μετά την ύφεση λόγω κορωνοϊού τo αμερικανικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε αθροιστικά κατά 10,6%, ενώ της Ευρωζώνης κατά 3,8%.
Στον τομέα των επενδύσεων παρατηρούμε ένα διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα. Οι καταλυτικοί παράγοντες εντοπίζονται στη δομή και τη στόχευση μεταξύ των προγραμμάτων τόνωσης των επενδύσεων. Οταν θεσπίστηκε στις ΗΠΑ η γενναιόδωρη βιομηχανική πολιτική που επιδοτεί την εγκατάσταση και ανάπτυξη πράσινων και τεχνολογικών επενδύσεων, η Ευρώπη είχε ήδη σε ισχύ το πρόγραμμα Next Generation EU. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η εφαρμογή του καθυστέρησε. Το πρόγραμμα στοχεύει σε δημόσιες επενδύσεις και όχι σε κίνητρα για ιδιωτικές, ενώ η στασιμότητα στη βιομηχανική παραγωγή της Ευρωζώνης εμποδίζει τις εταιρείες να επενδύσουν περισσότερο. Τέλος, στις ΗΠΑ οι επενδύσεις ευνοούνται και από την κούρσα για την πρωτοπορία στην τεχνητή νοημοσύνη. Οπως είναι γνωστό, οι εταιρείες που βρίσκονται στο μέτωπο των εξελίξεων σε αυτό το πεδίο είναι αμερικανικές και όχι ευρωπαϊκές.
Η κατανάλωση και οι επενδύσεις είναι πιθανό να επιβραδυνθούν βραχυπρόθεσμα στις ΗΠΑ, αν λάβουμε υπόψιν την ομαλή προσγείωση λόγω των υψηλών επιτοκίων, αλλά και το πέρας των επιδοτήσεων στις επενδύσεις. Η σύγκλιση όμως στην παραγωγικότητα παραμένει αβέβαιη, ακόμη κι αν η Ευρωζώνη είχε ήδη λάβει μέτρα για τον σκοπό αυτό.
*Ο κ. Σταύρος Μαλκίδης είναι Hayek fellow και υπότροφος Ιδρύματος Ωνάση στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
*Ο κ. Στυλιανός Φουντάς είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.