Ισως οι προειδοποιήσεις του ΔΝΤ προς την Ευρώπη πως η οικονομία της θα εξακολουθήσει να υστερεί έναντι της αμερικανικής δεν επαρκούν για να σκιαγραφήσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Ευρωζώνη. Ενδεχομένως, δεν επαρκεί ούτε ο προβληματισμός της ΕΚΤ σχετικά με το αν πρέπει να προχωρήσει ταχύτερα σε μειώσεις του κόστους του δανεισμού, για να τονώσει την οικονομία και να αποφύγει τον αποπληθωρισμό. Οταν, όμως, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης απειλούν με υποβάθμιση τη Γαλλία και το Παρίσι ετοιμάζεται να εφαρμόσει πρόγραμμα λιτότητας εν μέσω αναιμικής ανάπτυξης, όταν η Γερμανία οδεύει προς ύφεση για δεύτερο συναπτό έτος και βλέπει να την εγκαταλείπουν οι βιομηχανίες, είναι σαφές ότι πάσχει η εμπροσθοφυλακή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και τείνει να παγιωθεί το παράδοξο που έχει καταγραφεί εδώ και μήνες, ότι την ίδια στιγμή ορισμένες από τις, παραδοσιακά άσωτες, χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ανακάμπτουν, ενώ βουλιάζουν στη δίνη των δικών τους προβλημάτων η Γερμανία και η Γαλλία. Και πρώτη ανάμεσα στις άσωτες, η Ιταλία ανατρέπει τα δεδομένα, αφού βρίσκεται για πρώτη φορά σε καλύτερη μοίρα από το Παρίσι. Από δημοσιονομικής πλευράς εμφανώς, αλλά και όχι μόνον.
Oλα δείχνουν ότι το 2024 το γερμανικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί για δεύτερο συναπτό έτος.
Μέσα στην εβδομάδα, η αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας μικροεπεξεργαστών Wolfspeed εγκατέλειψε τα σχέδιά της για κατασκευή μονάδας της στη Γερμανία και η είδηση ήρθε λίγες εβδομάδες μετά την απόφαση της Intel να μην προχωρήσει στην ανέγερση μονάδας της στο Μαγδεμβούργο. Και όλα αυτά ενώ το Βερολίνο ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις οικονομικές, και όχι μόνον, συνέπειες από την απόφαση της Volkswagen να κλείσει μονάδες της εντός Γερμανίας, υπό τον φόβο ότι η συνεπακόλουθη ανεργία θα φέρει αέρα στα πανιά της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Ο κίνδυνος συνεχιζόμενης αποβιομηχάνισης απειλεί τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, που δείχνει να παρακμάζει μαζί με το βιομηχανικό μοντέλο της, ενώ φλερτάρει μακροχρόνια με την ύφεση, μια και όλα δείχνουν ότι το 2024 θα κλείσει με συρρίκνωση του ΑΕΠ της για δεύτερο συναπτό έτος. Και θα είναι η πρώτη φορά που θα καταγραφούν δύο συναπτά έτη ύφεσης για τη Γερμανία μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Την απουσία ανάπτυξης αντανακλά, άλλωστε, το πενταετές πρόγραμμα του Βερολίνου, που προβλέπει έλλειμμα φορολογικών εσόδων ύψους σχεδόν 60 δισ. ευρώ, που αναμφίβολα θα επιτείνει τα δημοσιονομικά του προβλήματα, αλλά και τις εντάσεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού.
Στο μεταξύ, η Γαλλία με έναν κυβερνητικό συνασπισμό εξίσου εύθραυστο, αν όχι πιο εύθραυστο, με εκείνον της Γερμανίας και με οικονομική ανάπτυξη που δεν αναμένεται να υπερβεί το 1,1% φέτος, ετοιμάζεται να εφαρμόσει πρόγραμμα σκληρής λιτότητας με περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ. Με αυτό ευελπιστεί να περιορίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα από το 6,1%, στο οποίο αναμένεται να φτάσει φέτος, στο 5% έως τα τέλη του επόμενου έτους. Τόσο ο πρωθυπουργός, Μισέλ Μπαρνιέ, όσο και οι υπουργοί του υποστηρίζουν πως οι αυξήσεις φόρων θα πλήξουν μόνο τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, ενώ θα διασφαλίσουν θέσεις εργασίας και ανάπτυξη ίση με φέτος. Το Γαλλικό Οικονομικό Παρατηρητήριο (OFCE), όμως, προβλέπει πως η ανάπτυξη της Γαλλίας δεν θα υπερβεί το 0,8% το επόμενο έτος, ενώ θα χαθούν 140.000 θέσεις εργασίας.
Ανατροπή από την Ιταλία
Μέσα στην εβδομάδα κι ενώ η κυβέρνηση της Γαλλίας ετοιμάζεται να εφαρμόσει λιτότητα, δόθηκαν στη δημοσιότητα στοιχεία που καταδεικνύουν περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στις γαλλικές βιομηχανίες. Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, υποστηρίζει ότι οι όποιες συνέπειες της λιτότητας θα είναι «διαχειρίσιμες», αλλά προπαντός τονίζει πως «οι περισσότεροι Ευρωπαίοι γείτονές μας, ακόμη και οι Ιταλοί, πέτυχαν να εξυγιάνουν τα δημοσιονομικά τους, πρέπει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο». Ολα αυτά ενώ η Κομισιόν ετοιμάζεται να κεραυνοβολήσει το Παρίσι για τις δεκαετίες ασωτίας, αλλά ενδεχομένως να αντιδράσει πιο ήπια στη Ρώμη. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομίας, Τζανκάρλο Τζορτζέτι, εκτιμά πως η Κομισιόν θα αφήσει στη Ρώμη χρονικό περιθώριο επτά ετών, αντί για τη συνήθη τετραετία, για να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της. Η δήλωση του Γάλλου κεντρικού τραπεζίτη ότι το πέτυχαν «ακόμη και οι Ιταλοί» αντανακλά μια πρωτοφανή αντιστροφή των δεδομένων, καθώς η Ρώμη προβλέπει πως θα έχει μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα σε επίπεδα κάτω του στόχου του 3% μέσα στο 2026, όταν το Παρίσι ευελπιστεί να επιτύχει το αντίστοιχο το 2029.
Η Ρώμη προβλέπει πως θα έχει μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κάτω από 3% μέσα στο 2026, όταν το Παρίσι ευελπιστεί να επιτύχει το αντί-στοιχο το 2029.
Η βελτιωμένη εικόνα της Ιταλίας δεν περιορίζεται, όμως, μόνο στα δημοσιονομικά της. Στη γειτονική μας χώρα, οι μισθοί έχουν αυξηθεί τόσο ώστε τα φορολογικά έσοδα σημείωσαν άνοδο κατά 6,2%. Στο μεταξύ, η Ρώμη ευελπιστεί να αντλήσει 3,5 δισ. ευρώ από τράπεζες και ασφαλιστικές χάρη σε έναν εντελώς στοχευμένο φόρο, κατά γενική ομολογία λιγότερο επιζήμιο σε αντίθεση με τον φόρο στα υπερκέρδη που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις το περασμένο έτος. Και στο μεταξύ, παρά τις επικρίσεις που έχει δεχθεί για το ιδεολογικό προφίλ της, η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι έχει σημειώσει κάποιες επιτυχίες ως προς τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Οπως ανέφερε προ ημερών το Politico, ακόμη και η πολιτική κατάσταση της Ιταλίας είναι πολύ πιο σταθερή και ευνοϊκή τόσο για τη δημοσιονομική της εξυγίανση όσο και για την τόνωση της οικονομίας. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση και προσωπικά η πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, επιτυγχάνει να περάσει πολλά μέτρα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν δημοφιλή, επειδή βασίζει την αξιοπιστία της και τη δημοτικότητά της κυρίως σε εσωτερικά ζητήματα και σε θέματα ταυτότητας. Δεν είναι, βέβαια, ιδανικά τα πράγματα, καθώς η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, Intesa Sanpaolo, σχεδιάζει περικοπές ύψους 500 εκατ. ευρώ και σκοπεύει να οδηγήσει σε αναγκαστική πρόωρη συνταξιοδότηση 4.000 υπαλλήλους της. Πριν από δύο εβδομάδες, άλλωστε, η BPER Banca ανακοίνωσε ότι θα μειώσει το προσωπικό της κατά 10%.
Διευρύνεται το οικονομικό χάσμα ΗΠΑ – Ευρώπης
Σε μια ηχηρή προειδοποίηση, αντίστοιχη εκείνης προσφάτως του Μάριο Ντράγκι, προέβη μέσα στην εβδομάδα το ΔΝΤ, όταν προέβλεψε πως το χάσμα ανάμεσα στην οικονομία της Ευρώπης και στην αμερικανική θα διευρυνθεί περαιτέρω προς τα τέλη της δεκαετίας. Ως κύριες αιτίες ανέφερε προπαντός τη χαμηλή παραγωγικότητα της Γηραιάς Ηπείρου και τη στασιμότητά της, αλλά και τη γήρανση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι παθογένειες αυτές αφορούν όλους τους τομείς της οικονομίας και το χάσμα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ομοίως, αλλά είναι μεγαλύτερο στον κλάδο της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, οι παράγοντες αυτοί κάμπτουν διαρκώς την ανάπτυξη της Ευρώπης, που μέχρι το 2029 θα περιορισθεί σε ένα πενιχρό 1,45% ετησίως. Στο μεταξύ, το ίδιο χρονικό διάστημα ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του αμερικανικού ΑΕΠ θα φτάσει στο 2,29%. Στους ίδιους παράγοντες αποδίδει, άλλωστε, το Ταμείο και την περιορισμένη ανάκαμψη της Ευρώπης από την ύφεση της πανδημίας.
Η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας είναι σαφώς ταχύτερη από εκείνη της Ευρώπης σε όλο το διάστημα που έχει μεσολαβήσει μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και ειδικότερα μετά την πανδημία. Το Ταμείο υπενθυμίζει ότι στην αρχή της νέας χιλιετίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ με την προσαρμογή στην αγοραστική δύναμη ήταν ίδιο σε Ε.Ε. και ΗΠΑ. Εκτοτε, όμως, η Ε.Ε. αποκλίνει σταθερά και το χάσμα διευρύνθηκε με την πανδημία, που μείωσε τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Γηραιάς Ηπείρου κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα επίπεδα ανάπτυξης των περίπου 20 ετών που είχαν προηγηθεί έως το 2019. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η χαμηλή απόδοση των ευρωπαϊκών οικονομιών οφείλεται κατά κύριον λόγο στο έλλειμμα επενδύσεων από πλευράς των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, αλλά και στα πολύ περιορισμένα επίπεδα διασυνοριακής οικονομικής δραστηριότητας.
«Καμπανάκι» ΔΝΤ για τη χαμηλή παραγωγικότητα της Γηραιάς Ηπείρου, τη στασιμότητά της, αλλά και τη γήρανση του πληθυσμού της.
Οπως χαρακτηριστικά τονίζει, «αν η Ευρώπη θέλει να επιτύχει το πλήρες δυναμικό ανάπτυξής της, χρειάζεται περισσότερη ενοποίηση της ενιαίας αγοράς και μεγέθυνση της ενιαίας αγοράς σε ό,τι αφορά τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, αλλά και τα κεφάλαια».
Και υπογραμμίζει ότι η παραγωγικότητα της Ευρώπης και ειδικότερα στον τομέα της τεχνολογίας παραμένει στάσιμη τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ κατά 40%. Ετσι το ΔΝΤ συντάσσεται με τον Μάριο Ντράγκι και τα πορίσματα της έκθεσης που παρουσίασε προσφάτως ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά την επιτακτική ανάγκη να επενδύσει η Ευρώπη περισσότερο και να δώσει έμφαση στην αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς της. Καλεί μάλιστα τις Βρυξέλλες να προχωρήσουν στη λήψη περισσότερων μέτρων, προκειμένου να επιτύχουν περαιτέρω ενοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Ανησυχία
Αποτυπώνοντας την εικόνα της Ευρωζώνης, ο Ολι Ρεν, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, σημείωσε μέσα στην εβδομάδα ότι «η οικονομική ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί σαφώς τους τελευταίους μήνες, και αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ενισχυθούν οι αποπληθωριστικές τάσεις». Προσέθεσε, έτσι, πως η τράπεζα «πρέπει να ανησυχεί για την πιθανότητα να υποχωρήσει ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο».
60 δισ.
σχεδιάζει να εξοικονομήσει η κυβέρνηση της Γαλλίας με τις αυξήσεις φόρων και τις περικοπές δαπανών.
Αβεβαιότητα
Σχολιάζοντας τη δυσοίωνη εικόνα της γαλλικής οικονομίας που ετοιμάζεται να εφαρμόσει πακέτο λιτότητας, ο Ταρίκ Καμάλ Σοντρί, οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank, επισήμανε πως «η Γαλλία παραμένει παγιδευμένη σε μια υποχώρηση της οικονομίας της τώρα που αρχίζει το δ΄ τρίμηνο του έτους». Υπογράμμισε, επιπλέον, ότι «μολονότι έχουν παρέλθει τέσσερις μήνες από τις πρόωρες εκλογές, η αβεβαιότητα εξακολουθεί να περιβάλλει την οικονομία της».
60.000
άτομα εργάζονται μόνο στη μία μονάδα της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ, που ενδέχεται να κλείσει.
Ο «βράχος»
Επισημαίνοντας τη βαρύτητα της γερμανικής οικονομίας για την ευρύτερη Ευρωζώνη, ο Ρίτσαρντ Γκρίβενσον, υποδιευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Μελετών της Βιέννης (WIIW), τόνισε πως «η κρίση στη Γερμανία ρίχνει το βάρος της σαν βράχος πάνω σε πολλές οικονομίες της ευρύτερης περιοχής, περιορίζοντας, έτσι, τις δικές τους προοπτικές ανάπτυξης».